Μπορεί η παρατεταμένη ζέστη των ημερών να κόβει τη διάθεση για πολλές κουβέντες. Ομως αξίζει να θυμηθούμε τον σκληρό Ιούλιο του 1974. Σαν σήμερα, άλλωστε, πενήντα χρόνια πριν, αποκαταστάθηκε η δημοκρατία.
Οι στρατιωτικοί της δικτατορίας Ιωαννίδη, έντρομοι, κατανόησαν ότι η χώρα ήταν διαλυμένη μπροστά σε έναν επερχόμενο πόλεμο με την Τουρκία και φώναξαν τους πολιτικούς να τη σώσουν. Κάπως έτσι, έπειτα από σχετικά σύντομη διαβούλευση στο γραφείο του προέδρου της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη, αποφασίστηκε να φωνάξουν τον Καραμανλή. Και έστειλαν αεροπλάνο στη Γαλλία. Ο Καραμανλής ήρθε στην Αθήνα χωρίς να ξέρει τι θα βρει. Δεν ήξερε καν σε ποιους θα μπορούσε να βασιστεί προκειμένου να παλινορθωθεί ο κοινοβουλευτισμός, να εξουδετερωθούν οι θύλακοι της χούντας στο κράτος και να ελαχιστοποιηθούν, όσο ήταν δυνατόν, οι συνέπειες της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο και της Κυπριακής Τραγωδίας.
Δυο πρόσωπα κατά βάση τον συνέδραμαν. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας, η πίεση του οποίου άλλωστε τον είχε φέρει στην Ελλάδα. Τα μετέπειτα χρόνια, κυριάρχησε μια αριστερόστροφη κριτική, στόχος της οποίας ήταν να σβηστεί η προσφορά του Αβέρωφ. Η κριτική αυτή συνοψίζεται στις γελοιογραφίες του ως «γεφυροποιού». Οι άκαπνοι ζητούσαν δημοκρατία με παρθενογένεση. Ο Σόλων Γκίκας, παλαιός συνεργάτης του Καραμανλή, ορίστηκε υπουργός Δημοσίας Τάξεως. Ηταν το πρόσωπο που έκανε τη δύσκολη δουλειά: εκκαθάρισε τους χουντικούς στην Αστυνομία, χωρίς να διαλύσει τις υπηρεσίες και να τεθεί σε αμφισβήτηση το αίτημα ασφάλειας.
Ο Καραμανλής χρειάστηκε να λάβει αμέσως μεγάλες αποφάσεις. Η κρισιμότερη ήταν η νομιμοποίηση του ΚΚΕ – και του ΚΚΕ εσωτερικού, που είχε προκύψει από τη διάσπαση του 1968, και όλων των αριστερίστικων κομμάτων. Την έλαβε χωρίς δισταγμό. Δημοκρατία χωρίς κομμουνιστική Αριστερά θα ήταν ανάπηρη. Χωρίς δισταγμό προχώρησε και στη διευθέτηση του πολιτειακού. Με ένα δημοψήφισμα που στη συζήτηση του διλήμματός του (βασιλευόμενη ή αβασίλευτη δημοκρατία) δεν συμμετείχαν τα κόμματα αλλά πολίτες, οι Ελληνες υπερψήφισαν την αβασίλευτη με ποσοστό 69,18%. Ο τέως βασιλιάς αποδέχτηκε το αποτέλεσμα χάριν της ομαλότητας. Η χώρα αποκόπηκε οριστικά από έναν θεσμό που, ιστορικά, ήταν στο επίκεντρο διχασμών. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν και η απόφαση να μετατρέψει τη θανατική καταδίκη των πρωταιτίων της χούντας σε ισόβια κάθειρξη, παρότι τα άκρα, που ήδη είχαν εγκατασταθεί, επιζητούσαν «ένα νέο Γουδί». Η επιλογή του ήταν ακόμα μια σοφή επιλογή: αρνήθηκε να μετατρέψει τους αρχιπραξικοπηματίες σε σύμβολα εκδίκησης από τη δημοκρατία.
Με λίγα λόγια, ο Καραμανλής, με τεράστιο προσωπικό ρίσκο, με τις ικανότητές του ως πολιτικού τις οποίες είχε επιδείξει πριν από τη δικτατορία αλλά και με οδηγό την ευρωπαϊκή εμπειρία, οδήγησε τη χώρα από την ταπείνωση και τον διχασμό στον κοινοβουλευτικό και στον κοινωνικό εκδημοκρατισμό. Θέτοντας ταυτόχρονα, με την ιστορική φράση «Ανήκομεν εις την Δύσιν», το ζήτημα της σύγχρονης ταυτότητάς μας. Η Ελλάδα ανοίχτηκε σε δύσκολους καιρούς στον κόσμο, ως ώριμη δυτική ευρωπαϊκή δημοκρατία. Αυτό ήταν και συνεχίζει να είναι το πεπρωμένο της.