Πενήντα χρόνια μετά την προδοσία του πραξικοπήματος που άνοιξε την πόρτα στην τουρκική εισβολή εξακολουθεί να πλανάται το ερώτημα γιατί παρέμειναν ατιμώρητοι οι πρωταίτιοι της τεράστιας εθνικής συμφοράς. Πενήντα χρόνια μετά το επονείδιστο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου θεωρώ χρέος να αναδείξω την εγκληματική ατιμωρησία των εν Αθήναις τουρκοφόρων πραξικοπηματιών.
Είναι καλά γνωστό ότι μετά την κατάρρευση της εφτάχρονης χουντικής τυραννίας στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα της προδοσίας της Κύπρου εδιώχθησαν μεν από την μεταπολιτευτική κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος εναντίον του Προέδρου Μακαρίου πλην όμως, από την Κυβέρνηση που προέκυψε μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1974 και πάλι υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ανεστάλη η ποινική τους δίωξη.
Τον Αύγουστο του 1997, ο Φαίδων Γκιζίκης, «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» της στρατιωτικής χούντας των Αθηνών αλλά και Πρόεδρος της Δημοκρατίας μέχρι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος του Δεκεμβρίου του 1974 για την κατάργηση της Βασιλείας, προέβη σε δήλωση στον ελληνικό Τύπο, παραδεχόμενος ότι μαζί με τον Ιωαννίδη, τον Μπονάνο και τον Γεωργίτση, διέταξαν τους πραξικοπηματίες να ενεργήσουν κατά της δημοκρατικής εξουσίας στην Κύπρο. Ο Γκιζίκης ουδέποτε δικάστηκε. Αντίθετα, διατήρησε όλα τα ωφελήματα πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας.
Μετά τον σάλο που προκλήθηκε, σε Κύπρο και Ελλάδα, από αυτές τις δηλώσεις του Φαίδωνα Γκιζίκη, ανέλαβα την πρωτοβουλία, ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, να συνοδεύσω στην Αθήνα την Παγκύπρια Ενωση Συγγενών των Πεσόντων Αντιστασιακών, για να ζητήσουμε την ποινική δίωξη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος, μετά την κυνική ομολογία Γκιζίκη. Η αντιπροσωπεία των συγγενών πεσόντων αντιστασιακών αποτελείτο από την Χριστίνα Αρμεύτη, Πρόεδρο, σύζυγο του δολοφονηθέντος Ανδρέα Αρμεύτη, Μενέλαο Στόκο, μέλος, αδελφό του δολοφονηθέντος Φειδία Στόκου, και Μαρούλλα Χριστοδούλου, μέλος, σύζυγο του δολοφονηθέντος Μιχαλάκη Χριστοδούλου.
Η αναστολή ποινικής δίωξης των πρωταιτίων
Γιατί όμως δεν διώχθηκαν ποινικά οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 κατά του Προέδρου Μακαρίου και της νόμιμης Κυβέρνησης της Κύπρου; Οταν, μετά την πτώση της χούντας, μέσα από τις στάχτες της κυπριακής τραγωδίας, καταχωρήθηκαν ποινικές διώξεις κατά των πρωταιτίων του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 εναντίον του Προέδρου Μακαρίου, η τότε Κυβέρνηση Καραμανλή ανέστειλε τις διώξεις με επίκληση νομοθεσίας που προέβλεπε ότι μπορεί να υπάρξει μια τέτοια αναστολή «όταν απειλούνται οι σχέσεις της Ελλάδος μετά τρίτης τινός χώρας» (άρθρο 30 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Η χώρα βέβαια δεν ανεφέρθη, αλλά ήταν προφανές ότι επρόκειτο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. Δηλαδή δεν υπήρξε ποινική δίωξη, ούτε βέβαια και τιμωρία, των χουντικών που διέταξαν και εκτέλεσαν την προδοσία του πραξικοπήματος το οποίο οδήγησε στην τουρκική εισβολή, για να μην αποκαλυφθεί ο ρόλος και οι κραυγαλέες ευθύνες των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ.
Στις 3 Δεκεμβρίου του 1975, οι βουλευτές του ΚΚΕ (Ενωμένη Αριστερά) Γρηγόρης Φαράκος, Μίνα Γιάννου και Κώστας Κάππος κατέθεσαν επερώτηση στη Βουλή των Ελλήνων «σχετικά με την καθυστέρηση της διώξεως κατά των υπευθύνων της Κυπριακής τραγωδίας». Το ίδιο έπραξε και ο Λεωνίδας Κύρκος, στις 22 Ιανουαρίου του 1976. Μετά τη συζήτηση της επερώτησης, ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Στεφανάκης απάντησε με δήλωση του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, που είχε γίνει στις 16 Οκτωβρίου 1975: «Θα παραμείνει βέβαια ακόμα εκκρεμής η δίωξις των υπευθύνων διά το πραξικόπημα της Κύπρου· και τούτο, διότι η Κυβέρνησις νομίζει ότι, κατά την παρούσαν φάσιν του Κυπριακού, δεν είναι δυνατόν να διεξαχθεί η δίκη αυτή, αζημίως, διά την υπόθεσιν της Κύπρου».
Ετσι, η χούντα διώχθηκε και τιμωρήθηκε μόνο για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 και για την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973. Οχι για την εθνική προδοσία της Κύπρου. Και όμως. Ενώ η Κυβέρνηση Καραμανλή φρόντισε να «προστατεύσει» τους Αμερικανούς και Νατοϊκούς και να επιβάλει συσκότιση για τις ευθύνες τους στην κυπριακή τραγωδία, ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα, τον Νοέμβριο του 1999, ζήτησε συγγνώμη για τη στήριξη που πρόσφεραν οι ΗΠΑ προς την ελλαδική χούντα. Αλλά και ο ανώτατος αμερικανός διπλωμάτης Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, σε στιγμές ειλικρίνειας, αναφώνησε το mea culpa, για τον ρόλο τον οποίο διαδραμάτισαν οι Αμερικανοί στη στήριξη της δικτατορίας αλλά και στην κυπριακή τραγωδία.
Οι παραστάσεις μας στην Αθήνα
Κατά την επίσκεψή μας την Αθήνα, το 1997, διατυπώσαμε αίτημα για τερματισμό της αναστολής της ποινικής δίωξης των πρωταιτίων του πραξικοπήματος στην Κύπρο και είχαμε συναντήσεις με τον Υπουργό Δικαιοσύνης Ευάγγελο Γιαννόπουλο, όπως και με εκπροσώπους των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Ολοι επέδειξαν κατανόηση, ωστόσο καμιά πρωτοβουλία δεν αναλήφθηκε προς την κατεύθυνση προσαγωγής των πραξικοπηματιών ενώπιον της δικαιοσύνης. Προέβαλαν ως δυσχέρεια την απόφαση της Κυβέρνησης Καραμανλή για αναστολή της ποινικής δίωξης των πραξικοπηματιών. Τότε συναντήσαμε στο γραφείο του και τον αείμνηστο Τάκη Παππά, διαπρεπή ποινικολόγο, αντιστασιακό και πολιτικό, από τον οποίο ζητήσαμε γνωμοδότηση «σχετικά με την παραγραφή ποινικών αδικημάτων που έχουν τελεσθεί εναντίον ξένου κράτους, του Αρχηγού του και κάθε συναφούς εγκλήματος από Ελληνες υπηκόους». Παραθέτω τα πιο σημαντικά ευρήματα της γνωμοδότησης του Τάκη Παππά:
«Η γνωμοδότηση αφορά τις εγκληματικές πράξεις, κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος που οργάνωσε και εξετέλεσε, με όργανά της, στην Ελλάδα και την Κύπρο, η Κυβέρνηση της ελληνικής χούντας εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης και του Μακαρίου, τον Ιούλιο του 1974.
Αφορμή απετέλεσε, για τη διατύπωση της γνώμης μου, η πρόσφατη δήλωση του Γκιζίκη στον ελληνικό Τύπο, ότι μαζί με τον Ιωαννίδη, τον Μπονάνο και τον Γεωργίτση (στρατιωτικό διοικητή των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο), αυτός διέταξε, ως εγκάθετος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τους πραξικοπηματίες να ενεργήσουν κατά της δημοκρατικής εξουσίας στην Κύπρο. Πολύ εύλογα, η Παγκύπρια Ενωση Συγγενών των Πεσόντων κατά το πραξικόπημα ερωτούν αν τα εγκλήματα, που με αναισχυντία ομολογούνται, μπορούν να τιμωρηθούν και με ποιες προϋποθέσεις. […]
Μετά την πτώση της δικτατορίας, τον Ιούλιο του 1974, ανέλαβε την ηγεσία της χώρας η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον κ. Κωνσταντίνο Καραμανλή και υπουργό Εξωτερικών τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Τότε διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση (δηλαδή μια έρευνα κατά το ελληνικό δίκαιο), αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, με βάση τις τελεσθείσες πράξεις και τις υπάρχουσες αποδείξεις, να ασκηθεί ποινική δίωξη in personam (κατά συγκεκριμένων προσώπων), σύμφωνα με τα άρθρα 31, 240 και 241 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, μετά τη σύμφωνη απόφαση και του Υπουργικού Συμβουλίου, ανέστειλε την ποινική δίωξη κατά των τελεσθέντων εγκλημάτων, επειδή κατά τη γνώμη του έκρινε ότι πρόκειται να διαταραχθούν οι διεθνείς σχέσεις του Κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Εκτοτε, τον Φεβρουάριο του 1986, έγινε συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων για τη σύσταση Εξεταστικής των πραγμάτων Επιτροπής για τον Φάκελο της Κύπρου. Ομως, το νομικό καθεστώς της αναστολής της ποινικής διώξεως κατά των εγκλημάτων του πραξικοπήματος εξακολουθεί να ισχύει. […] Και, βεβαίως, από πλευράς δικαιοπολιτικής, ο θεσμός της παραγραφής είναι θεσμός ΔΙΚΑΙΟΥ, ο οποίος λειτουργεί σύμφωνα με το περί δικαίου συναίσθημα, δηλ. όταν παρέλθει σημαντικός χρόνος από την τέλεση της αξιόποινης πράξης μέχρι του ποινικού κολασμού της, να εξαλείφεται το δικαίωμα της Πολιτείας για ποινή. Οταν όμως πρόκειται για εγκλήματα τεράστιας πολιτικής σημασίας, για τα οποία απασχολείται το Υπουργικό Συμβούλιο της χώρας, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 2 και όπως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσβάλλονται σημαντικές ολότητες εννόμων αγαθών, τότε εγκληματοπροληπτικά η τιμωρία (που συνεπάγεται αναμφισβήτητα και μια σκληρότητα) αποκτά διαχρονική σημασία (έτσι δεν μπορεί να τεθεί και θέμα νεωτέρου επιεικούς Νόμου). […]
Η δε Βουλή των Ελλήνων, το 1996 (και ο ίδιος ο Υπουργός εψήφισε τη διάταξη), επιβεβαίωσε πρόσφατα την εξαίρεση της αναστολής διώξεως του άρθρου 20 παρ. 2 Π.Κ. από τις προθεσμίες παραγραφής των εγκλημάτων και πολύ λογικά, εξαιτίας της φύσεως των ποινικών αδικημάτων, όπου το δόγμα της σκοπιμότητας, ειδικά, επικρατεί του δόγματος της νομιμότητας.
Επομένως, η ανάκληση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και του Υπουργού Δικαιοσύνης για την αναστολή της ποινικής δίωξης δεν έχει νομικό πρόβλημα. Το ζήτημα της διώξεως των ηθικών αυτουργών για εγκλήματα κατά ξένου κράτους, ανθρωποκτονιών και άλλων συναφών κακουργημάτων και πλημμελημάτων είναι κυβερνητικό θέμα, δηλ. πολιτικό και όχι νομικό.
Η Κυβέρνηση είναι η μόνη που γνωρίζει ποιες είναι οι διεθνείς σχέσεις της χώρας που θα διαταραχθούν, αν καταδικασθούν οι πραξικοπηματίες, που οδήγησαν σε πλήθος νεκρών και άνοιξαν τον δρόμο στον Αττίλα και στην Κυπριακή τραγωδία.
Και αν το 1974 υπήρχαν κατ’ επίφαση αποδεικτικές δυσχέρειες στην ποινική δίωξη, τώρα που οι ένοχοι αυτοαποκαλύπτονται, ποια ανοχή προστατεύει τη δημοκρατία από τα εγκλήματα των στρατοκρατών κατά της ελληνικής ολότητας στην Κύπρο; Και πώς η τιμωρία των ενόχων διαταράσσει τις διεθνείς μας σχέσεις σε μια αποκλειστικά ελληνική υπόθεση; Εκτός αν θεωρείται ότι θίγονται οι ΗΠΑ, η Τουρκία και οι σχέσεις με αυτές τις χώρες, αν διωχθεί ο Γκιζίκης.
Πάντως, στις δημοκρατίες, επιβάλλεται διαφάνεια στις αποφάσεις των κυβερνήσεων και των υπουργών και άμεση ανάκληση της αναστολής δίωξης από το Υπουργικό Συμβούλιο».
Αυτή ήταν η σαφής γνωμοδότηση του Τάκη Παππά, με ημερομηνία 20 Αυγούστου 1997. Την κοινοποιήσαμε στην ελληνική Κυβέρνηση, την κοινοποιήσαμε και στα ελληνικά κοινοβουλευτικά κόμματα. Ουδεμία ανταπόκριση. Το πελώριο έγκλημα της προδοσίας της Κύπρου, που έδωσε το άλλοθι στην Τουρκία για την κατάληψη του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, προκαλώντας χιλιάδες θανάτους, όπως και την προσφυγοποίηση 200.000 Ελλήνων Κυπρίων, παραμένει μέχρι σήμερα ατιμώρητο. Και εξακολουθεί να στοιχειώνει τους υπευθύνους αυτής της εγκληματικής παράλειψης. Στίγμα ανεξίτηλο και εσαεί εθνικό όνειδος η ατιμωρησία των πρωταιτίων της μεγαλύτερης προδοσίας στη νεότερη ιστορία του Ελληνισμού…
Ο Γιαννάκης Ομήρου είναι πρώην πρόεδρος της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων