Στις αρχές του αιώνα ήταν που άρχισε να αντιμετωπίζεται σοβαρά το ζήτημα των αγνοουμένων της τραγωδίας στην Κύπρο. Ηταν επί προεδρίας Γλαύκου Κληρίδη. Η Κύπρος, έστω και διαιρεμένη, είχε γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, υπήρχε επομένως η δυναμική προς τη λύση, που λίγα χρόνια αργότερα οδήγησε στο σχέδιο Ανάν. Μέσα στο κλίμα αυτό λοιπόν, οι δύο κοινότητες ξεκίνησαν τη διαδικασία για να τακτοποιήσουν το ζήτημα των αγνοουμένων με τον μόνο δυνατό τρόπο: αναζήτηση των τάφων, εκταφή των νεκρών και ταυτοποίησή τους. Θυμίζω ότι τότε περίπου είχε τελειοποιηθεί η διαδικασία αναγνώρισης του DNA και αυτό βοήθησε πολύ.

Λέω ότι αυτός ήταν ο μόνος δυνατός τρόπος, γιατί η συνεργασία των δύο πλευρών σήμαινε ουσιαστικά ότι και οι δύο αναγνώριζαν ως δεδομένο – αν και παρέμενε άρρητο – ότι οι αγνοούμενοι δεν μπορεί να βρίσκονται στη ζωή 25 χρόνια και παραπάνω μετά την εισβολή. Εψαχναν λοιπόν για νεκρούς, όχι για ζωντανούς· και άλλος τρόπος από την εξεύρεση των σορών και την ταυτοποίησή τους δεν υπήρχε. Και αυτό συνέβαινε επί χρόνια, με αξιοσημείωτο ενδιαφέρον μάλιστα από τον διεθνή Τύπο. Χάρη σε αυτά τα δημοσιεύματα πληροφορηθήκαμε και στην Ελλάδα, όπου το αγνοούσαμε παντελώς, ότι αγνοούμενοι υπήρχαν και από την πλευρά των Τουρκοκυπρίων! Ηταν εκείνοι τους οποίους οι Εοκαβίτες άρχισαν να τους σκοτώνουν, μέσα στους θυλάκους που ζούσαν συγκεντρωμένοι, ταυτόχρονα με την εκδήλωση του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου. Η τραγωδία ήταν μοιρασμένη λοιπόν και από τις δύο πλευρές, σε ό,τι αφορά τους αγνοούμενους.

Εκτοτε, πέρασαν άλλα 25 χρόνια και φέτος ήταν η πρώτη φορά που ακούσαμε ξανά για το «δράμα των αγνοουμένων». Υποθέτω ότι τους θυμηθήκαμε λόγω της θλιβερής επετείου. Με τον Ερντογάν στην απέναντι πλευρά να στήνει φιέστες και πανηγυρισμούς, η σιωπή από την ελληνική πλευρά θα ισοδυναμούσε με αποδοχή της πραγματικότητας που επέβαλε η Τουρκία με τα όπλα το 1974. Ανεβήκαμε λοιπόν στη σοφίτα με τα κειμήλια και κατεβάσαμε ό,τι ταίριαζε με την περίσταση για να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο. Οι αγνοούμενοι ήταν ένα από αυτά.

Τα θυμίζω αυτά γιατί μας δίνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να εξηγήσουμε την αναίδεια του κύπριου ευρωβουλευτή Φειδία προς τους εκπροσώπους ενός συλλόγου συγγενών και απογόνων των αγνοουμένων, που δεν υπάρχει λόγος να την αναπαραγάγω εδώ. Ας έχουμε υπ’ όψιν όμως ότι οι κύπριοι ψηφοφόροι τον έστειλαν στην Ευρωβουλή και για την αναίδειά του αυτή. Είναι και αυτό μία μορφή κόστους εξαιτίας της υποκρισίας που συστηματικά καλλιεργούμε γύρω από το Κυπριακό…

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Δεν καταλαβαίνω πώς το εννοεί ακριβώς, αλλά είναι πολύ χαριτωμένο να τον ακούς να το λέει. Ο Παύλος Γερουλάνος λοιπόν δήλωσε ότι το πρώτο πράγμα που θα κάνει, εφόσον εκλεγεί, είναι να φέρει το ΠΑΣΟΚ πιο κοντά στην κοινωνία. Θα μετακομίσει ο ίδιος από τη Βασιλίσσης Σοφίας στη Χαριλάου Τρικούπη, στη Βερανζέρου ή μήπως στη Λιοσίων; Πώς πηγαίνει, θέλω να πω, το ΠΑΣΟΚ «πιο κοντά στην κοινωνία»; Οργανώνεις κάτι σαν συλλαλητήριο, ας πούμε, μαζεύεις δηλαδή όσο περισσότερους πασόκους μπορείς σε έναν ανοιχτό χώρο και τους λες: «Και τώρα, παιδιά, ακολουθήστε με. Θα πάμε στην κοινωνία»! Επαναλαμβάνω ότι αδυνατώ να ερμηνεύσω τους νεφελώδεις όρους που χρησιμοποιούν οι πολιτευόμενοι και το κάνουν σκοπίμως φυσικά, επειδή έτσι ο κάθε ακροατής τους δίνει το νόημα που προτιμά. Αφού πάντως ο κ. Γερουλάνος λέει ότι αυτό θα είναι το πρώτο που θα κάνει, πάει να πει ότι ξέρει τι θα κάνει και πώς θα το κάνει. Διαφορετικά δεν θα ξεκινούσε από αυτό. Οπότε τον πιστεύω κι ας μην τον καταλαβαίνω…

Εφόσον λοιπόν αυτό θα έχει την προτεραιότητα, μπορούμε να αναδείξουμε ως κεντρικό σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας του κ. Γερουλάνου τη φράση «ραντεβού με την κοινωνία». Παραπέμπει και ριμάρει με το σύνθημα για το ραντεβού με την Ιστορία, που είχε δώσει ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ. Οι Παπανδρέου που έχουν την αποκλειστικότητα χρήσης του όρου δεν νομίζω να έχουν αντίρρηση. Ισως κολακευτούν κιόλας. Ο Παύλος είναι δικό τους παιδί.