Αφήνοντας τις πολιτικές πεποιθήσεις στην άκρη, δεν υπήρξε δημοκρατικός άνθρωπος που να μην είχε δει θετικά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ: σε μία χώρα που είχε υποφέρει, εξακολουθούσε και συνεχίζει να υποφέρει από ρατσισμό πολλών μορφών, το να βρεθεί στον Λευκό Οίκο ένας μη λευκός ένοικος ήταν νίκη της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Νίκη ελπίδας που ακριβώς επειδή ερχόταν από την πιο ισχυρή και σημαντική δημοκρατία του πλανήτη αφορούσε τους πάντες. Τι έμεινε από αυτήν; Δύο λίαν αμφιλεγόμενες θητείες, η απώλεια της Κριμαίας, ένας συμβολισμός που ξεθώριασε ήδη στον καιρό της και, κυρίως, ότι οι Ομπάμα κατάφεραν να γίνουν εκείνοι σύστημα. Αυτά ήταν όλα. Και όσο κι αν κάποια μπορεί να εγείρουν διαφωνίες, ένα δεν έχει αντίλογο: ότι στο τέλος αναδύθηκε ο Ντόναλντ Τραμπ. Και δεν βρήκαν άλλον, μόνον τη… Χίλαρι να σταθεί απέναντί του. Μα ο προκάτοχός του, όπως και το κόμμα του, δεν ένιωσαν την ανάγκη ούτε καν να σκεφτούν αν συνέβαλαν τελικά στη μετεωρική πορεία του στην εξουσία.
Εξίσου δεν έχει διάθεση να αναλάβει κάποιου είδους ευθύνη ως ένα σημείο και για τη δυναμική επιστροφή Τραμπ ούτε ο με το ζόρι τελικά αποσυρθείς από την εκλογική μάχη νυν πρόεδρος Μπάιντεν. Και αυτός, όλα τα έχει κάνει καλά. Ούτε για τη δική του περίοδο ο Λευκός Οίκος και οι Δημοκρατικοί νιώθουν ότι έχουν συμβάλει στην ορμητική επιστροφή Τραμπ, τον οποίο, παρ’ όλα αυτά, θεωρούν ως «δαίμονα». Αν όμως έχουν δίκιο, τι έκαναν για να μην του αφήσουν έδαφος; Αν η ιδέα ήταν ότι αυτό θα γίνει στα δικαστήρια, ήταν αλλού νυχτωμένοι: μάλλον τον βοήθησαν, παρά τον έβλαψαν. Αυτό που έπρεπε να κάνουν και ουδόλως τους απασχόλησε ήταν να ακούσουν γιατί ο Τραμπ έχει αυτή την τεράστια απήχηση στο αμερικανικό εκλογικό σώμα. Και να προσπαθήσουν να απαντήσουν ουσιωδώς σε αυτό.
Ομως τέτοια δευτερεύοντα ζητήματα δεν απασχόλησαν ποτέ τα κλειστά κλαμπ εξουσίας, όπως έχει από πολύ καιρό εξελιχθεί το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ: μια περίπου οικογενειακή υπόθεση κλειστών παρεών ανθρώπων της ύπατης εξουσίας, του μεγάλου πλούτου, της δύναμης κεντρικών ΜΜΕ, της σνομπ ιντελιγκέντσιας και των… Χάμπτονς, που ουδεμία σχέση έχει, ούτε μπορεί να έχει, με το αμερικανικό «πόπολο»: ούτε το καταλαβαίνει, ούτε ενδιαφέρεται να το πράξει. Ούτε καν ενδιαφέρεται να βρει τρόπο να αναδείξει έναν νέο ικανό άνθρωπο σε όλη αυτή τη μακρά διαδικασία των προκριματικών γύρων που να μπορεί να δώσει τη μάχη της επόμενης ημέρας – όχι: όλα είναι αυτό το κλειστό σύστημα. Μέχρι που έρχεται η στιγμή μιας αδιανόητης για την αμερικανική δημοκρατία εξέλιξης: αυτό το σύστημα να σκοτώνεται με τον εαυτό του, διαπιστώνοντας ότι μοιάζει πια με τους «Δαιμονισμένους» του Βισκόντι: έξω γίνεται χάος και αυτοί είναι στον κόσμο τους…
Ολα αυτά που συμβαίνουν σήμερα, όπως και αυτά που συνέβησαν φυσικά από τον Τραμπ στο Καπιτώλιο και πριν από αυτό, ήταν εντελώς αδιανόητα κάποτε στην Αμερική. Στις προηγούμενες δεκαετίες, το μικρό δαχτυλάκι ενός υποψήφιου προέδρου να πονούσε, έβγαινε εκτός μάχης. Το ίδιο συνέβαινε και με ζητήματα ηθικής τάξης. Δεν υπήρχε πιθανότητα να σταθεί κανείς με την παραμικρή απόκλιση. Μεγάλες καριέρες τερματίστηκαν πρόωρα για τέτοιους λόγους, ενίοτε ανούσιους. Και, τώρα, στο εντελώς άλλο άκρο: ένας πρόεδρος προδήλως τα έχει χαμένα, να επιμένει μέχρι το παρά πέντε να είναι υποψήφιος. Και ένα τεράστιο κόμμα να μην μπορεί να αναδείξει τίποτα από μέσα του, σαν να έχει σαπίσει. Επίσης, μια πρωτοφανής υποκρισία: αφού πρώτα τρώνε ζωντανό τον Μπάιντεν (δεν έβλεπαν το πρόβλημα τόσο καιρό;), μετά του πλέκουν εγκώμια! Και εκείνος έπειτα εγκωμιάζει την αντιπρόεδρό του που την έχει τέσσερα χρόνια… φιμωμένη! Και, τελικά, δήθεν τους φταίει ο Τραμπ. Οταν, για δεύτερη φορά, με αυτές τις πρωτοφανείς γελοιότητες, είναι οι ίδιοι αυτοί που του στρώνουν το χαλί της εξουσίας για να περάσει.