Τη Δευτέρα η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – οι συναλλαγές μας δηλαδή με το εξωτερικό – στο πεντάμηνο του έτους αυξήθηκε κατά 1,7 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι και διαμορφώθηκε στα 9,1 δισ. ευρώ. Αφαιρουμένων υπηρεσιών (τουρισμός) και πετρελαίου, το έλλειμμα διευρύνθηκε κυρίως λόγω του ελλειμματικού εμπορίου των αγαθών, καθώς οι εξαγωγές μας μειώθηκαν κατά 4,1%, ενώ αντίστοιχα οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 4,3%. Για να γίνει αντιληπτό το πρόβλημα, δεν έχουμε φτάσει ακόμα στα μισά της χρονιάς, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν και το έλλειμμα έχει ξεπεράσει το όριο του 4% του ΑΕΠ, πάνω από το οποίο «χτυπάει κόκκινος συναγερμός» σε μια χώρα-μέλος του ευρώ.
Σε εμάς τους Ελληνες η αλήθεια είναι ότι δεν αποτελεί άγνωστο φαινόμενο η συγκεκριμένη εξέλιξη, αλλά υποτίθεται ότι με όσα πάθαμε την προηγούμενη δεκαετία θα παρατηρούνταν μια αλλαγή στο μοντέλο ανάπτυξής μας.
Τον Ιούλιο του 2010, λίγους μήνες μετά την προσφυγή της χώρας στο πρώτο Μνημόνιο, ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος, προλογίζοντας μελέτη της τράπεζας για το ισοζύγιο συναλλαγών της χώρας με το εξωτερικό, επεσήμαινε ότι «η ύπαρξη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών αποτυπώνει το γεγονός ότι η χώρα δαπανεί περισσότερα από ό,τι παράγει». Ο ίδιος παρατηρούσε ότι από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφωνόταν μεταξύ 0% και 5% του ΑΕΠ. Σε ορισμένες μάλιστα χρονιές είχε καταγραφεί και πλεόνασμα. Από το 2000 και μετά, την εποχή της αύξησης της κατανάλωσης, η κατάσταση άλλαξε δραματικά προς το χειρότερο και το έλλειμμα κορυφώθηκε στο 14% του ΑΕΠ το 2008.
Εκ τότε τέτοιου είδους ποσοστά δεν είδαμε. Αλλά η αλήθεια είναι ότι το μεγαλύτερο διάστημα βρισκόμασταν και σε ύφεση. Το ερώτημα τώρα που ανακάμπτουμε, είναι αν οι πολιτικές που μεσολάβησαν, εξασφάλισαν ότι ξεμπερδέψαμε με τον βραχνά των μεγάλων μη βιώσιμων εμπορικών ελλειμμάτων ή μαζί με άλλες «κακές» μας συνήθειες θα επιστρέψει δριμύτερο και αυτό. Το 2018, το έλλειμμα του ισοζυγίου έφτανε το 2,9% του ΑΕΠ, το 2020 σκαρφάλωσε στο 6,8%, το 2022 λόγω και της ενεργειακής κρίσης (ακριβές εισαγωγές ενέργειας) ξεπέρασε το 10% του ΑΕΠ, αλλά πέρυσι το 2023 συγκρατήθηκε στο 6,3% του ΑΕΠ. Διαμορφώθηκε στα 14,1 δισ. Φέτος όμως ήδη έχουμε ξεπεράσει τα 9 δισ. χωρίς σαφή εξήγηση για την παρατηρούμενη καθίζηση των εξαγωγών, αλλά και την παρατηρούμενη αύξηση των εξαγωγών, σε μια περίοδο που υποτίθεται ότι τα εισοδήματα έχουν πληγεί από την ακρίβεια και οι κρατικές εισοδηματικές ενισχύσεις έχουν περιοριστεί.
Το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό. Οι μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης δεκαετίας έγιναν με βασικό στόχο την ενίσχυση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών. Δεν αρκεί να παράγουμε απλώς, αλλά πρέπει να παράγουμε κυρίως προϊόντα που να μπορούν να σταθούν ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές. Συνδέεται επίσης με το δημόσιο χρέος, το οποίο αυτή την περίοδο με τη βοήθεια και του πληθωρισμού «ξεφουσκώνει» με γρήγορους ρυθμούς. Ωστόσο τα υψηλά και παρατεταμένα ελλείμματα έχει παρατηρηθεί ότι δημιουργούν νέο χρέος. Με λίγα λόγια δεν μπορούμε να στηριζόμαστε στο ότι η κατανάλωσή μας θα είναι μόνιμα μεγαλύτερη του εισοδήματός μας και ταυτόχρονα θα είμαστε και ασφαλείς.