Ζούμε σε έναν κόσμο όπου το διακύβευμα δείχνει να μην είναι πια ο ρυθμός της προόδου, είτε προς την ευημερία είτε προς τη χειραφέτηση, αλλά ο ρυθμός με τον οποίο οδεύουμε προς τις πολλαπλές εκδοχές καταστροφής που η ίδια η ανθρώπινη δραστηριότητα μεθόδευσε, με ορατό το ενδεχόμενο μεγάλο μέρος του πλανήτη να καταστεί αβίωτο. Τμήμα της «Εποχής των Καταστροφών» και μια έκπτωση του κριτικού λόγου, μια αδυναμία της σκέψης να σταθεί στο ύψος των προκλήσεων, παρά τον τρομακτικό όγκο πληροφοριών που έχουμε την τεχνική δυνατότητα να επεξεργαστούμε.

Αυτό το ερώτημα απασχολεί τον Ρομπέρτο Φινέλι, ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Roma Tre και τον Μάρκο Γκάτο, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας στο βιβλίο τους «Il dominio dell’esteriore. Filosofia e critica della catastrophe» (H κυριαρχία του εξωτερικού. Φιλοσοφία και κριτική της καταστροφής), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Rogas. Η αφετηρία τους είναι μια «έκλειψη της νόησης», μια καταστροφή του νοητικού στοιχείου που οδηγεί σε μια προοδευτική ατροφία της ικανότητας των ανθρωπίνων όντων να σκέφτονται και να αισθάνονται, να στοχάζονται όχι μόνο την «οριζόντια» εξωτερική σχέση με τις πληροφορίες αλλά και την «κάθετη» εσωτερική σχέση ανάμεσα σε σώμα και νόηση.

Για τον Φινέλι, που έχει την ευθύνη τριών από τα πέντε κεφάλαια του βιβλίου η εποχή του «καθολικού καπιταλισμού» (capitalismo universale) είναι ταυτόχρονα μια εποχή τριών καταστροφών: Η οικολογική καταστροφή αποτυπώθηκε εκτός όλων των άλλων και στη διευκόλυνση πανδημιών (ή κατά έναν άλλο ορισμό «συνδημιών») όπως αυτή του Covid-19. Η γεωπολιτική κατάσταση αποτυπώνεται στη διαρκή κατάσταση πολέμου που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Η ανθρωπολογική καταστροφή του νου αποτυπώνεται στον τρόπο που κυριαρχεί μια αντίληψη επιφανειακή που δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην «οριζόντια» διακίνηση και διαχείριση μεγάλου όγκου πληροφοριών, αναπαράγοντας μια μαζική υποκειμενικότητα χωρίς βάθος που παραδίδεται στο άμεσο, το επιφανειακό και το προφανές χωρίς να κατανοεί αιτιώδεις δεσμούς και διαμεσολαβήσεις απέχοντας πολύ από το συλλογικό υποκείμενο του μετασχηματισμού που στοχάστηκαν ο Μαρξ και ο Γκράμσι.

Σύστημα, ολότητα, διαλεκτική

Ο Φινέλι επιμένει ότι χρειαζόμαστε έναν μαρξισμό της αφαίρεσης και όχι απλώς των κοινωνικών αντιφάσεων, δηλαδή έναν μαρξισμό που να στέκεται στη σημασία των πραγματικών αφαιρέσεων που μετατρέπουν ένα σύνολο από κοινωνικές πρακτικές, δεξιότητες και συναλλαγές σε αφηρημένη εργασία και άρα αξία, σε κοινωνικές σχέσεις αλλά και σε ιδεολογία. Και αυτό σημαίνει μια επιστροφή στο προσκήνιο εννοιών όπως σύστημα, ολότητα και διαλεκτική. Στη σημερινή αδυναμία ενός όντως κριτικού λόγου συντελούν κατά τον Φινέλι διάφορα ρεύματα σκέψης. Στον Χάιντεγκερ εντοπίζει μία υποστασιοποίηση και πραγμοποίηση γλωσσικών όρων που μετατρέπονται σε απόλυτες πραγματικότητες, όπως για παράδειγμα το Είναι, που διευκολύνει τελικά τον μετασχηματισμό του θεολογικού στοιχείου σε οντολογικό. Στον Λακάν επισημαίνει το πώς τελικά τα ανθρώπινο ον πάντα υπόκειται στη ριζική ετερότητα του Αλλου, υποβιβαζόμενο σε κάτι του οποίου είναι το σύμβολο, κάτι εξωτερικό που το υπερβαίνει και το νοηματοδοτεί. Στη «μη-οντολογία» του Αγκάμπεν ο Φινέλι βλέπει την αδυναμία άρθρωσης μιας συνεκτικής ανθρωπολογίας που θα έδινε περιεχόμενο στο αίτημα της «εσόμενης κοινότητας». Στον Τρόντι, ιδίως από όταν στρέφεται προς την «αυτονομία του πολιτικού» αναγνωρίζει τον πειρασμό της πολιτικής θεολογίας. Στον Βίρνο βλέπει πίσω από την έμφαση στην ιστορική δημιουργικότητα που περικλείει η ανθρώπινη γλώσσα την ίδια εμμονή σε έναν στοχασμό του εξωτερικού.

Ο Μάρκο Γκάτο εντοπίζει το πρόβλημα στην άρνηση ενός στοχασμού της ολότητας που διαπερνά διάφορα ρεύματα σκέψης, ήδη από τη δεκαετία του 1970 και βρίσκει μια χαρακτηριστική έκφραση στον μεταμαρξισμό των Ερνέστο Λακλάου και Σαντάλ Μουφ, την προνομιμοποίηση του μερικού και τον κατακερματισμό των υποκειμένων του μετασχηματισμού. Γι’ αυτό αντιπροτείνει μια διαλεκτική κριτική που αφετηρία να έχει τον στοχασμό της ολότητας, παραπέμποντας στον Σαρτρ της «Κριτικής του διαλεκτικού λόγου» και στον Φρέντρικ Τζέιμσον.

Τρεις αφαιρέσεις

Στο καταληκτικό κεφάλαιο ο Φινέλι στέκεται στις τρεις πραγματικές αφαιρέσεις που ορίζουν την εποχή μας. Η πρώτη ορίζει την εργασιακή δύναμη ως την κοινωνική τάξη που χαρακτηρίζεται από τον απόλυτο διαχωρισμό από τα μέσα παραγωγής. Η δεύτερη αφορά τον τρόπο που η εργασία μέσα στην παραγωγή γίνεται όλο και πιο αφηρημένη και μηχανική και ταυτόχρονα αποκομμένη από κάθε έλεγχο στη διαδικασία παραγωγής. Η τρίτη αφορά τον διαχωρισμό σώματος και νου, άρα μία αδυναμία πραγματικού στοχασμού και κατανόησης που καταλήγει στη διαχείριση πληροφοριών, είτε από τους ανθρώπους, είτε από τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης. Μόνο που όπως επισημαίνει, «η πληροφορία δεν είναι ερμηνεία» και αυτό εξηγεί τις κατακερματισμένες σύγχρονες μορφές υποκειμενικότητας αλλά και την ανάγκη για μια διαλεκτική γνώσης και αναγνώρισης

Ολα αυτά αναδεικνύουν τη σημασία της παιδείας κατά τον Φινέλι. Στο επίμετρο του βιβλίου διατυπώνει μια σειρά από προτάσεις για ένα σχολείο της γνώσης και της αναγνώρισης: με ενιαίο τύπο λυκείου μέχρι τα 18 που να συνδυάζει ανθρωπιστικές σπουδές, επιστήμες, ξένες γλώσσες και καλλιτεχνικές δραστηριότητες, με εκπαιδευτική ετήσια άδεια κάθε επτά χρόνια για τους εκπαιδευτικούς, με αντίληψη της σχολικής τάξης ως ομάδας, με διαχωρισμό της εκπαίδευσης από τον χώρο της παραγωγής ώστε να παίξει τον ρόλο της, με εξάλειψη των ποσοτικών πρακτικών αξιολόγησης, και με έμφαση τελικά όχι στον homo laborans αλλά τον homo civis, τον άνθρωπο όχι ως εργασιακή δύναμη αλλά ως πολίτη, μέλος μιας κοινωνικοπολιτικής κοινότητας.

Οι τρεις ορισμοί της ελευθερίας

Ο Φινέλι επιμένει ότι πλάι στον φιλελεύθερο ορισμό της ελευθερίας ως «ελευθερία του», ως αυτονομία από κάθε εξωτερικό περιορισμό, και παράλληλα με τον σοσιαλιστικό/κομμουνιστικό ορισμό της ελευθερίας ως «ελευθερία από», ως ισότιμη εξασφάλιση όλων ως προς τις βασικές ανάγκες τους, απαιτείται και ένας τρίτος ορισμός της ελευθερίας, ως δυνατότητα πρόσβασης στον συναισθηματικό και εσωτερικό κόσμο του ατόμου με τον ελάχιστο βαθμό αυτοκαταστολής και αυτολογοκρισίας.