Δεν χωρά καμιά αμφιβολία στο ότι όλες οι ταινίες του κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel στηρίζονται σε συγκεκριμένη συνθήκη. Οι ιστορίες τους είναι αποκύημα μιας φαντασίας στην οποία όλα επιτρέπονται – οπότε ή τη δέχεσαι και προχωράς, ή όχι και τα παρατάς. Τα εκατομμύρια των φαν των σούπερ ηρώων της Marvel αποδεικνύουν ότι πολλοί τη δέχονται, γι’ αυτό και έχουν γυριστεί αμέτρητες πλέον ταινίες με τους X Men, τον Spider Man, τον Iron Man, τον Thor, τον Hulk και πάει λέγοντας. Ομως όπως συμβαίνει πάντα και παντού, κάποια στιγμή επέρχεται ο κορεσμός και σε αυτό το σημείο φαίνεται να βρίσκεται η κινηματογραφική βιομηχανία Marvel τα τελευταία χρόνια. Η πιο πρόσφατη ταινία του εν λόγω σύμπαντος, «Deadpool & Wolverine» (ΗΠΑ, 2023) του Σον Λίβι, είναι ίσως το αποκορύφωμα.

Μοιάζει γυρισμένη ώστε να αφορά αποκλειστικά και μόνο τους λάτρεις των trivia της Marvel, έχει μια πλοκή που αν δεν ξέρεις κάτι για αυτό το σύμπαν σου είναι κυριολεκτικά αδύνατον να καταλάβεις και γίνεται τόσο αυτοαναφορική που τελικά νιώθεις ότι δεν σέβεται καθόλου το γεγονός ότι ως ταινία οφείλει να μην απευθύνεται μόνο σε συγκεκριμένους φαν αλλά σε όλο το «ανώνυμο» κοινό. Η προσχηματική πλοκή θέλει τον πιο αδέξιο σούπερ ήρωα της Marvel, τον Deadpool (Ράιαν Ρέινολντς) να αναλαμβάνει να βρει έναν από τους πιο ηρωικούς, τον Λόγκαν ή Wolverine (Χιου Τζάκμαν) για να σώσουν μαζί τον κόσμο (ένας Θεός ξέρει από τι ακριβώς αλλά ας το δεχτούμε). Μόνο που ο Wolverine έχει πεθάνει, όμως όχι… μπορεί και να ζει. Τέλος πάντων, όντως ζει (όπως ζουν και άλλοι Wolverine που όμως δεν είναι αυτός – ό,τι καταλάβατε κατάλαβα) και ο Deadpool τον βρίσκει και πάνε μαζί να σώσουν τον κόσμο κατευθυνόμενοι από έναν Εγγλέζο (Μάθιου Μακ Φέιντεν) που φέρεται λες και απωθημένο να παίξει κακό ταινίας Τζέιμς Μποντ.

Ο (μασκοφόρος) Ράιαν Ρέινολντς και ο Χιου Τζάκμαν στην κόμικ περιπέτεια «Deadpool & Wolverine»

Βρέφος να έβαζαν στη θέση των πέντε σεναριογράφων (ανάμεσά τους ο Ρέινολντς και ο Λίβι) το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο από αυτόν τον αφόρητο σεναριακό αχταρμά που μοιάζει να γράφτηκε στην τουαλέτα και επαναλαμβάνω, αδιαφορεί πλήρως, σχεδόν προσβλητικά για έναν θεατή που δεν έχει σχέση με όλον αυτόν το συρφετό μαρβελικών εσωτερικών ανεκδότων αλλά ενδεχομένως να ήθελε πραγματικά να δει μια ταινία πάνω τους. Η ευκολία των εντυπωσιακών εφέ, ψωμοτύρι πλέον, δεν μπορεί να σου πει τίποτα χωρίς να στηρίζεται κάπου. Και το μόνο στήριγμα εδώ είναι η πλάκα, η πλάκα για την πλάκα, η πλάκα για τον κάλαθο των αχρήστων.

Δύο σταρ σε πόλεμο

Η Τζέσικα Τσαστέιν και η Αν Χάθαγουεϊ, δυο βραβευμένες με Οσκαρ αμερικανίδες ηθοποιοί, δεν χρειάζονται συστάσεις και συνήθως αποτελούν εγγύηση των ταινιών τους. Αρα μια ταινία με τον τίτλο «Μητρικό ένστικτο» (Mother’s Instinct, ΗΠΑ, 2024) και πρωταγωνίστριες τις παραπάνω, μοιάζει με σίγουρη επιτυχία από τα… αποδυτήρια. Και όμως, ενώ στα «χαρτιά», σίγουρα όλα έδειχναν θαυμάσια, στην πράξη η ταινία του Μπενουά Ντελόμ πάσχει. Για να δούμε: ομολογουμένως το θέμα έχει αρκετό ενδιαφέρον διότι θέτει σε πρώτο πλάνο δύο μητέρες που ενώ τις γνωρίζουμε ως φίλες θα τις δούμε αργότερα σε αντίπαλα στρατόπεδα όταν ο γιος της μίας (Χάθαγουεϊ) σκοτώνεται σε τραγικό δυστύχημα μέσα στο σπίτι τους. Ξαφνικά, η ηρωίδα της Τσαστέιν που έχει γιο στην ίδια ηλικία, θα γίνει «στόχος» εκείνης της Χάθαγουεϊ που δεν μπορεί να απαλύνει τον πόνο της. Ομως αυτός ο παράξενος ψυχολογικός πόλεμος που θα ξεσπάσει ανάμεσα στις δύο γυναίκες/μητέρες, ενώ έχει όλες τις προδιαγραφές για κάτι πραγματικά αξέχαστο, δεν ξεφεύγει από τα επίπεδα του απλώς ευπρεπούς.

Τα σημεία στα οποία η ταινία πάσχει είναι δύο: πρώτον στον ρυθμό, που θυμίζει αμερικανική τηλεταινία «της σειράς» της δεκαετίας του 1970 και δεύτερον στην αντιμετώπιση των δύο βασικών ηρωίδων από τις ηθοποιούς που σου δίνουν την εντύπωση ότι τις υποδύονται σαν να λένε «τώρα πάω για Οσκαρ!». Παρ’ όλ’ αυτά, το «Μητρικό ένστικτο» είναι μια ταινία που «σηκώνει» συζήτηση και θα μπορούσε να ενταχθεί στον κύκλο προβολών «Σινεμά και Ψυχανάλυση» που πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εταιρείας της Νέας Λακανικής Σχολής και με την υποστήριξη της Ακαδημίας Κλινικών Σπουδών της Αθήνας.

Η κτηνίατρος και η τίγρη

Το ζήτημα της μητρότητας και της απώλειας διαπερνά με πολύ διαφορετικό αν και κάπως παρατραβηγμένο σεναριακά τρόπο και την ταινία «Τίγρης» (Tigre, Ρουμανία, 2023), της οποίας η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια κωμόπολη της Τρανσυλβανίας. Παλμός της ταινίας είναι ο αγώνας μιας κτηνιάτρου (Καταλίνα Μόγκα) να έρθει ξανά σε ψυχική ισορροπία ενώ βιώνει τον θάνατο του νεογέννητου μωρού της. Η προσπάθειά της να σώσει μια πανέμορφη τίγρη που εξαιτίας της ίδιας έχει δραπετεύσει από τον ζωολογικό κήπο της πόλης και θεωρείται απειλή των πολιτών, μοιάζει με ανάγκη για λύτρωση, εξιλέωση και ελευθερία, όσο και αν ο συνδυασμός των δύο θεμάτων δεν είναι πάντα αρκετά πειστικός (να σημειωθεί ότι το σενάριο του φιλμ είναι βασισμένο σε πραγματικό περιστατικό δραπέτευσης τίγρης από τον ζωολογικό κήπο του Βουκουρεστίου). Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα αξιοπρόσεκτο ντεμπούτο του νέου σκηνοθέτη Αντρέι Τανάσε στη μεγάλου μήκους σκηνοθεσία και μάλιστα έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα πέρσι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Επανεκδόσεις

Το σινεφίλ γεγονός της εβδομάδας είναι η επαναπροβολή του «Κανόνα του παιχνιδιού» (La regle de jeu, Γαλλία, 1939), της αριστουργηματικής κοινωνικής σάτιρας του Ζαν Ρενουάρ. Στην ταινία ένας ριψοκίνδυνος πιλότος, δυστυχής γιατί η αγαπημένη του είναι παντρεμένη με έναν ερωτύλο μαρκήσιο συλλέκτη μουσικών κουτιών, θα βρεθεί στον πύργο του μαρκήσιου όπου έχει συγκεντρωθεί ένα μικρό πλήθος μπουρζουάδων για κυνήγι. Κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης, βγαίνουν στην επιφάνεια ανολοκλήρωτα πάθη, ανομολόγητοι έρωτες, μυστικά και ψέματα… Μια από τις ομορφότερες ταινίες στην ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και η καλύτερη του Ζαν Ρενουάρ που εδώ αιχμαλωτίζει για πάντα στον χρόνο σε μια αυθεντική, απρόβλεπτη δημιουργία: απίστευτης φρεσκάδας μείγμα κωμωδίας, τραγωδίας, μελοδράματος, φάρσας, παρελθόντος αλλά και παρόντος καθώς γυρίστηκε λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου «προβλέποντας ακριβώς τον επερχόμενο τρόμο» όπως σημείωσε για την ταινία ο Βιμ Βέντερς. Και είναι ένας από τους πιο ευφυείς και πικάντικους σχολιασμούς για το διαβρωμένο ταξικό σύστημα της Γαλλίας της εκπνοής της δεκαετίας του 1930. Οπως έγραψα και στην κριτική μου στην επανέκδοση της ταινίας το 2009, σε τρεις λέξεις, αν δεν την έχετε δει, μην τη χάσετε (εκτός από τον ίδιο τον Ρενουάρ παίζουν επίσης οι Μαρσέλ Νταλιό, Νόρα Γκρέγκορ, Ρολάν Τουτέν).

Στο αριστούργημα του Πέδρο Αλμοδόβαρ «Ολα για τη μητέρα μου» (Todo sobre mi madre, Ισπανία, 1999) που επαναπροβάλλεται σε ανακαινισμένη κόπια, μια μητέρα (Σεσίλια Ροθ) αναζητά τα ίχνη του πατέρα του γιου της, ύστερα από τον θάνατο του τελευταίου σε τροχαίο. Η αναζήτηση, όμως, επιφυλάσσει εκπλήξεις στην καλύτερη δημιουργία του Πέδρο Αλμοδόβαρ που ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του προς το κλασικό αμερικανικό μελόδραμα των δεκαετιών 1940 και 1950, όπου οι γυναίκες και κατά προέκταση οι ηθοποιοί που τις ενσάρκωσαν, είχαν κυρίαρχο ρόλο.

Ακόμα και στις ακραίες σατιρικές κωμωδίες του το είδος αυτό έχει παρουσία. Πόσο μάλλον εδώ, όπου μέχρι και ο τίτλος, «Ολα για τη μητέρα μου», είναι μια σαφής παραπομπή στο «Ολα για την Εύα» (1950) του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, αρχετυπικό μελόδραμα του Χόλιγουντ πάνω στη σχέση της ηθοποιού με το θέατρο και κατά προέκταση τη ζωή. H Μαρίσα Παρέδες υποδύεται μια ηθοποιό του θεάτρου στην ταινία που διόλου τυχαία είναι αφιερωμένη σε όλες τις μητέρες του κόσμου, αλλά και σε όλες τις ηθοποιούς που έπαιξαν ρόλους ηθοποιών.