Μεταξύ σοβαρού και αστείου, κάποιοι υποψήφιοι και ειδικοί στις ΗΠΑ σχολιάζουν ότι οι προεκλογικές εκστρατείες αρχίζουν από τη στιγμή που… μόλις έχει ορκιστεί ένας πρόεδρος. Πράγματι, οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές διαρκούν πολύ περισσότερο από ό,τι σε άλλες χώρες.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό και ποιος την «πληρώνει»;

Εάν αναδειχτεί η Κάμαλα Χάρις ως η εκλεκτή των Δημοκρατικών για την υποψηφιότητα για τη προεδρία στις ΗΠΑ, τότε θα έχει μπροστά της την μικρότερη προεκλογική εκστρατεία, μόλις 2,5 μήνες.

Αυτό, όμως, σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, Τζούλιαν Ζέλιζε, μπορεί να είναι μια σπουδαία ευκαιρία για να δει ο αμερικανικός λαός ότι ένας σύντομος εκλογικός κύκλος είναι πιο υγιής για τη δημοκρατία.

Λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι οι αμερικανικές εκλογές δεν ήταν πάντα τόσο μεγάλες. Αυτό άλλαξε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν τα δύο αμερικανικά κόμματα επέκτειναν δραματικά την προεκλογική περίοδο, εξηγεί ο ειδικός στο περιοδικό Foreign Policy.

Το σημείο καμπής για «ατέλειες» εκλογές

Όλα ξεκίνησαν μετά την ταραχώδη Εθνική Συνέλευση των Δημοκρατικών του 1968 στο Σικάγο, όταν Δημοκρατικοί που ήταν εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ήρθαν στα χέρια με «γεράκια», οι οποίοι όμως προέρχονταν από κομματάρχες και δεν ήταν εκλεγμένοι, αλλά επικράτησαν στο κόμμα. Για να αποφευχθεί κάτι ανάλογο στο μέλλον, οι Δημοκρατικοί πρότειναν οι υποψήφιοι να προέρχονται κατευθείαν από τους ψηφοφόρους και να μην είναι επιλογή κομματαρχών.

Έκτοτε, υποψήφιοι, για να πάρουν το χρίσμα, όπως ο Τζίμι Κάρτερ, πολύ γρήγορα άρχισαν να προετοιμάζονται ακόμη νωρίτερα, καθώς ήθελαν να βεβαιωθούν ότι θα τα πάνε καλά στις προκριματικές. Οι Ρεπουμπλικάνοι αγκάλιασαν τις μεταρρυθμίσεις αυτές και έτσι έβαλαν στην άκρη και τις δικές τους κομματικές μηχανές, που ξεκαθάριζαν πολύ νωρίτερα τους υποψηφίους.

Οι παρατεταμένες όμως εκστρατείες απαιτούσαν περισσότερα χρήματα, καθώς έπρεπε να μάθει ο κόσμος τους υποψήφιους, κάτι το οποίο προσπάθησε το Κογκρέσο  να λύσει στον απόηχο του Γουότεργκεϊτ, το 1974, ψηφίζοντας μεταρρυθμίσεις που δημιούργησαν όρια συνεισφορών, σύστημα εθελοντικών δημόσιων οικονομικών για προεδρικές εκλογές, περιορισμούς δαπανών, κτλ.

Όμως οι μεταρρυθμίσεις αυτές απέτυχαν να σταματήσουν το κλιμακούμενο κόστος των εκλογών, αναφέρει Τζούλιαν Ζέλιζε. «Ειδικότερα, τα τηλεοπτικά σποτ άσκησαν τεράστια πίεση στους προϋπολογισμούς των υποψηφίων. Μέχρι το 2020, οι προεδρικές εκλογές και οι εκλογές για το Κογκρέσο κοστίζουν 14 δισ. δολ.. Το ποσό που δαπανήθηκε ήταν μεγαλύτερο από το ΑΕΠ ορισμένων μικρότερων χωρών», λέει.

Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις του Γουότεργκεϊτ σταδιακά αποδυναμώθηκαν με το Ανώτατο Δικαστήριο, το 1976, να καταρρίπτει τους περιορισμούς στις δαπάνες με το επιχείρημα ότι παραβιάζουν την ελευθερία του λόγου.

Ένας ακόμα λόγος που οι Αμερικανοί αρέσκονται στις μακρύτερες προεκλογικές περιόδους είναι οι… διαφημίσεις στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και στο διαδίκτυο. Στη δεκαετία του 1980, δημιουργήθηκαν καλωδιακά δίκτυα που ήταν αποκλειστικά αφιερωμένα στις ειδήσεις (CNN, MSNBC, Fox News).

«Σε αντίθεση με την εποχή των κλασικών ειδήσεων, όταν οι απογευματινές ειδησεογραφικές εκπομπές διάρκειας 30 λεπτών βρίσκονταν έμπαιναν εμβόλιμες σε σαπουνόπερες και βαριετέ εκπομπές στην prime-time, τα νέα κανάλια πρόσφεραν μια συνεχή ροή ειδήσεων. Τα δίκτυα έβγαζαν τα χρήματά τους μέσω της διαφήμισης, έτσι αναζήτησαν ιστορίες που θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν υψηλή τηλεθέαση» εξηγεί ο ιστορικός.

Εις βάρος της ορθής διακυβέρνησης

Όλα αυτά όμως έχουν πολύ επιζήμιες συνέπειες για τους Αμερικανούς, σύμφωνα με τον Ζέλιζε.

Ίσως το πιο σημαντικό είναι η δημιουργία ενός ατελείωτου κύκλου χρήματος. Οι υποψήφιοι ξεκινούν καμπάνιες νωρίτερα για να συγκεντρώσουν χρήματα, ενώ όσο περισσότερο διαρκεί μια εκστρατεία τόσο περισσότερα χρήματα χρειάζονται να δαπανηθούν.

Η μόνιμη εκστρατεία διασφαλίζει επίσης ότι οι εκλογικές πιέσεις θα ασκούν συνεχή και έντονη πίεση σε κάθε συζήτηση που λαμβάνει χώρα στην Ουάσιγκτον. «Δεν υπάρχουν στιγμές που οι εκλογικές πιέσεις υποχωρούν για να δημιουργηθεί περισσότερος χώρος για νηφάλια χάραξη πολιτικής» αναφέρει ο ιστορικός, υπογραμμίζοντας πως οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι και οι αντίπαλοί τους δεν ασχολούνται με τίποτα άλλο πέραν της προεκλογικής εκστρατείας.

Έπειτα υπάρχει το πρόβλημα της κόπωσης των ψηφοφόρων, όπως για παράδειγμα, τον Ιούλιο του 2016, το 59% τοις εκατό των ψηφοφόρων ανέφεραν ότι αισθάνονται εξουθενωμένοι από την εκλογική κάλυψη.

Έτσι, για τον ιστορικό στο Πρίνσον, σε μια εποχή με τόσο πολύ περιεχόμενο -από την ψυχαγωγία μέχρι την πολιτική- μια πιο δραματικά μικρότερη προεκλογική περίοδος, μπορεί να τραβήξει την προσοχή του κοινού, ενθουσιάζοντας τους ψηφοφόρους. Μικρότερες καμπάνιες θα δυσκολέψουν χτυπήματα κάτω από τη μέση και εκτόξευση «λάσπης» που ευνοείται με την πάροδο του χρόνου.

Επίσης, οι σύντομες εκστρατείες, για τον Ζέλιζε θα κάνουν τους εκλεγμένους αξιωματούχους να ασχολούνται περισσότερο με τη διακυβέρνηση, απ΄ότι με τη συγκέντρωση κεφαλαίων. Ο ιστορικός μάλιστα αφήνει να εννοηθεί ότι η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος στις ΗΠΑ καθυστέρησε πολύ τον Μπάιντεν να παραδώσει τα κλειδιά, κοστίζοντας έτσι, ενδεχομένως, τη νίκη στο Δημοκρατικό Κόμμα με τη διακυβέρνηση.

Συμπερασματικά, ο Τζούλιαν Ζέλιζε, τονίζει ότι η σημερινή σύντομη προεκλογική περίοδος, μπορεί να κάνει τους Αμερικανούς να διαπιστώσουν εάν η δημοκρατία στις ΗΠΑ θα ωφεληθεί από ένα σύντομο, λιτό και μαζεμένο εκλογικό κύκλο, όχι ατελείωτο.

«Μερικές φορές στη ζωή, το πιο σύντομο είναι καλύτερο. Ίσως η δημοκρατία μας μπορεί να επωφεληθεί από λίγο λιγότερα, παρά όλο και περισσότερα» καταλήγει ο Αμερικανός επιστήμονας.