«Το σαιξπηρικό τέλος μιας διακεκριμένης βασιλείας»: με αυτόν τον τρόπο περιέγραψε ο γνωστός αμερικανός συγγραφέας και αρθρογράφος του «New Yorker» Ανταμ Γκόπνικ την «επώδυνη αλλά επιβεβλημένη απόσυρση του Τζο Μπάιντεν από την κούρσα για την προεδρία» των ΗΠΑ.
Από όλους τους ήρωες του Σαίξπηρ, οι τελευταίες εβδομάδες στη ζωή του Μπάιντεν του θύμισαν περισσότερο τον βασιλιά Ληρ: η αίσθηση της απώλειας του εαυτού· η αδυναμία του να κατανοήσει, τουλάχιστον αρχικά, τη φύση της απότομης πτώσης του· η άγρια οργή για εκείνους που τον πρόδωσαν – και τελικά, η συμφιλίωση με την ανάγκη να αποδεχτεί την απόλυτη αδικία της κατάστασής του. «Πιστεύω ότι το πεπραγμένα μου ως προέδρου, ο ηγετικός μου ρόλος στον κόσμο και το όραμά μου για το μέλλον της Αμερικής αξίζουν μια δεύτερη θητεία» δήλωσε ο αμερικανός πρόεδρος στο διάγγελμα που απηύθυνε το βράδυ της Τετάρτης. «Αλλά τίποτα, τίποτα, δεν μπορεί να μπει εμπόδιο στη διάσωση της δημοκρατίας μας, και αυτό περιλαμβάνει την προσωπική φιλοδοξία».
Ο 81χρονος Μπάιντεν είχε δηλώσει στο παρελθόν πως «σέβεται πολύ τη μοίρα». Είχε πει επίσης, το 2020, πως «βλέπει τον εαυτό του σαν γέφυρα» προς την επόμενη γενιά ηγετών των Δημοκρατικών, «όχι κάτι άλλο». Πολλοί συνεργάτες του θεωρούσαν τότε δεδομένο πως δεν θα διεκδικούσε δεύτερη προεδρική θητεία. Το μεγαλύτερο παράδοξο της 52χρονης πολιτικής καριέρας του Μπάιντεν είναι πως η ίδια δύναμη που τον έκανε να πραγματοποιήσει το παιδικό του όνειρο να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ κατέληξε να του επιβάλει τον εφιάλτη της απόσυρσης – υπό την πίεση των Δημοκρατικών, των δικών του ανθρώπων. Η δύναμη αυτή είναι, φυσικά, ο Ντόναλντ Τραμπ. Αν και στο δεύτερο κομμάτι, αυτό της απόσυρσης, δεν θα μπορούσε να είχε κάνει τίποτα χωρίς το αδυσώπητο του χρόνου.
Ο Μπάιντεν έχει ταπεινές ρίζες, κατάγεται από το Σκράντον της Πενσιλβάνια, το μεγάλωμά του σε μια καθολική οικογένεια της εργατικής τάξης έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην πολιτική του απήχηση. Είναι ένας από τους μακροβιότερους πολιτικούς που έχουν καταλάβει το Οβάλ Γραφείο, πέρασε 36 χρόνια ως γερουσιαστής των ΗΠΑ, εκλεγόμενος στο Ντέλαγουερ, και οκτώ χρόνια ως αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα πριν εκδιώξει τον Τραμπ από την προεδρία το 2020. Αλλά ο χρόνος που χρειάστηκε για να συγκεντρώσει αυτού του είδους την εμπειρία συνέβαλε στην πλέον υπαρξιακή πρόκληση που αντιμετώπισε ως πρόεδρος: μια προχωρημένη ηλικία που κυριαρχούσε όλο και περισσότερο στη συνείδηση του κοινού καθώς προσπαθούσε να διαχειριστεί τις δυσκολίες του αξιώματος και της εκστρατείας για την επανεκλογή του.
Ενώ κατά καιρούς ο Μπάιντεν κατάφερε να κατευνάσει αυτές τις αμφιβολίες – με εκείνη τη δυνατή ομιλία του για την κατάσταση της Ενωσης ή τις τολμηρές αυτοσχέδιες επισκέψεις σε εμπόλεμες ζώνες –, αυτές επέμειναν και βγήκαν στο προσκήνιο στο ντιμπέιτ του με τον Τραμπ πριν από ακριβώς έναν μήνα. Δυσκολευόταν να ολοκληρώσει τις προτάσεις του και ενίοτε εμφανιζόταν μπερδεμένος στη σκηνή, βυθίζοντας τους Δημοκρατικούς σε πανικό, με νομοθέτες, δωρητές και σχεδιαστές στρατηγικής να προειδοποιούν ανοιχτά ότι ο Μπάιντεν θα έχανε τον Νοέμβριο – και ενδεχομένως να αμαύρωνε στην πορεία τόσο το κόμμα του όσο και την κληρονομιά του.
Επιδεικνύοντας το παροιμιώδες πείσμα του, βέβαιος ενδεχομένως πως για μια ακόμα φορά στη ζωή του τον υποτιμούσαν, ο Μπάιντεν αρχικά αγνόησε τους πάντες, χαρακτηρίζοντάς το ντιμπέιτ μια «κακή βραδιά» και διαβεβαιώνοντας ότι οι γνωστικές του λειτουργίες παρέμεναν ισχυρές, παρόλο που το βάδισμα και η ομιλία του είχαν επιβραδυνθεί με την ηλικία. Μίλησε για το ιστορικό του στην αψήφιση των αμφισβητιών, στράφηκε στην πολιτική βάση των μαύρων ψηφοφόρων και των μελών των συνδικάτων, προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει τη μάχη ως μάχη μεταξύ της μεσαίας τάξης και των «εκατομμυριούχων». «Πρέπει να τελειώσω αυτή τη δουλειά» δήλωσε στις 11 Ιουλίου. «Επειδή διακυβεύονται τόσο πολλά». Ηταν βέβαιος πως μόνον εκείνος μπορούσε να νικήσει τον Τραμπ. Μέχρι που πείστηκε, με στοιχεία, πως δεν μπορούσε.
Οπως το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής του καριέρας, έτσι και η προεδρία του Μπάιντεν ήταν μια μελέτη αντιθέσεων. Προώθησε με επιτυχία σημαντικούς νόμους για τις υποδομές, την κλιματική αλλαγή, την οικονομική ανάκαμψη. Επέβλεψε τη δημιουργία 15 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, βοήθησε στην αποκατάσταση ζωτικών παγκόσμιων συμμαχιών, στήριξε αποφασιστικά την Ουκρανία απέναντι στη βαρβαρότητα του Πούτιν. Ταυτόχρονα, όμως, αντιμετώπισε ιστορικά χαμηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις λόγω της χαοτικής απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν το 2021, του επίμονα υψηλού πληθωρισμού, του ρεκόρ μετανάστευσης στα σύνορα με το Μεξικό, των παρατεταμένων ανησυχιών για την ηλικία του – αλλά και της στήριξής του στον πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα. Η απόφασή του να εγκαταλείψει την κούρσα εξασφαλίζει ότι η προεδρία του θα μείνει στην Ιστορία ως μεταβατική – αν και το αποτέλεσμα των εκλογών θα δείξει πού θα οδηγήσει τελικά αυτή η «γέφυρα».
Ο Μπάιντεν, θύμισε ο Ανταμ Γκόπνικ, έχει βιώσει τρομερές απώλειες – έχασε την πρώτη του σύζυγο και τη μικρή τους κόρη το 1972, μόλις λίγες εβδομάδες αφότου πρωτοεξελέγη γερουσιαστής, μένοντας μόνος με δύο αγόρια, έχασε τον πρωτότοκό του, τον Μπο, από καρκίνο στον εγκέφαλο το 2015, προς το τέλος της θητείας του ως αντιπροέδρου, χάνει τώρα το δικαίωμα να διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία. «Εχει όμως παράλληλα την αγάπη της οικογένειάς του και την ευγνωμοσύνη τόσο πολλών πολιτών που τον ευχαριστούν όχι μόνο για τα επιτεύγματά του αλλά και επειδή βρήκε, στο τέλος, αρκετή σοφία». Οπως θυμίζει άλλωστε ο συγγραφέας, το μεγάλο μάθημα του «Βασιλιά Ληρ» είναι πως η εξουσία αποτελεί πάντα ανεπαρκές βάλσαμο για την ανθρώπινη κατάσταση.