Κάθε φορά που φτάνουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες θυμάμαι πως πρώτος έλληνας αθλητής που είδα στην τηλεόραση να κερδίζει χρυσό μετάλλιο σε αυτούς ήταν ο Στέλιος Μυγιάκης στη Μόσχα το 1980. Η τηλεόραση ήταν έγχρωμη – την είχε αγοράσει ο πατέρας μου για να χαρούμε το Euro του 1980. Η ελληνορωμαϊκή πάλη, που ήταν το αγώνισμα του Μυγιάκη, μου έμοιαζε κομμάτι κατανοητή. Η συγκίνηση όμως ήταν μεγάλη.

Μόσχα

Αυτός κυρίως, που θυμάμαι ως παιδί, ήταν η χαρά των μεγάλων. Ο Μυγιάκης είχε σώσει την υπερηφάνεια της Ελλάδας, που τέσσερα χρόνια πριν στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ δεν είχε κερδίσει κανένα μετάλλιο. Ο Μυγιάκης δεν ήταν τυχαίος, ούτε τυχερός. Πήρε μέρος σε τέσσερις Ολυμπιακούς Αγώνες, είχε κερδίσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1979 και την ίδια χρονιά ήταν τέταρτος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Μία εβδομάδα αργότερα στη Μόσχα κέρδισε χάλκινο μετάλλιο ένας άλλος σπουδαίος αθλητής της πάλης και μετέπειτα ομοσπονδιακός προπονητής: ο Γιώργος Χατζηιωαννίδης. Το ίδιο εκείνο μαγικό για τον ελληνικό αθλητισμό βράδυ, στις 29 Ιουλίου 1980, χάλκινο μετάλλιο κέρδισε στην ιστιοπλοΐα (και συγκεκριμένα στα Σόλινγκ) ένας άλλος μεγάλος του ελληνικού αθλητισμού: ο Τάσος Μπουντούρης μαζί με τον Τάσο Γαβρίλη και τον Αρη Ραπανάκη. Ο Μπουντούρης είναι από τους έλληνες ρέκορντμαν συμμετοχών στους Ολυμπιακούς Αγώνες: πήρε μέρος συνολικά σε έξι. Παραλίγο να πάρει και ένα δεύτερο ολυμπιακό μετάλλιο το 1996 όταν και τερμάτισε τέταρτος. Θυμάμαι ότι το 1980 οι εφημερίδες της εποχής (όχι μόνο οι αθλητικές…) έγραφαν ότι πιο σημαντικό και από τα τρία μετάλλια είναι ότι στη Μόσχα δικαιώθηκαν οι προσδοκίες της χώρας: γύρισαν με μετάλλια αθλητές που περιμέναμε ότι μπορεί να τα κατακτήσουν. Στο παιδικό μυαλό μου καρφώθηκε ότι οι αθλητές που μας φέρνουν μετάλλια επιβεβαιώνοντας τις προσδοκίες μας (κι όχι κάνοντας εντυπωσιακές εκπλήξεις και επιδόσεις που δεν περιμέναμε) έχουν κάτι παραπάνω από τους υπόλοιπους. Τα μετάλλιά τους είναι κατά κάποιον τρόπο μετάλλια δικαίωσης όχι μόνο της δικής τους προσπάθειας αλλά και των ελπίδων μιας ολόκληρης χώρας. Και είναι δύσκολο αυτή την ελπίδα να την κουβαλάς.

Γίγαντας

Ο αθλητής που στους Ολυμπιακούς Αγώνες αντιπροσωπεύει τις ελπίδες μας για μετάλλιο είναι και σήμερα στα μάτια μου ένας απλησίαστα μεγάλος αθλητής ανεξάρτητα από το τι τελικά θα καταφέρει. Το ζήτημα στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν είναι τα μετάλλια: είναι η αποστολή της χώρας να είναι γεμάτη από αθλητές που να ξυπνούν προσδοκίες. Κάποιοι πραγματικά μεγάλοι αθλητές στον δύσκολο αυτόν ρόλο κατάφεραν να ανταποκριθούν εντυπωσιακά, κάποιοι άλλοι όχι. Ο Μπάμπης Χολίδης το 1984 στο Λος Αντζελες και το 1988 στη Σεούλ κέρδισε ως αθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης δύο χάλκινα μετάλλια που ήταν για τον ελληνικό αθλητισμό τότε σημαντικότερα από χρυσά. Ειδικά στη Σεούλ ο Χολίδης είχε σώσει την αθλητική τιμή της Ελλάδας κατακτώντας το μοναδικό μετάλλιο με το οποίο επέστρεψε η ελληνική αποστολή, της οποίας σε εκείνους τους αγώνες είχε υπάρξει και σημαιοφόρος. Ο γίγαντας Χολίδης, που πέθανε από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 62 ετών και είχε γεννηθεί στο Καζακστάν τον Οκτώβριο του 1956, είχε αντέξει την πίεση της χώρας παρά τα μόλις 52 κιλά του – το 1988 ήταν μάλιστα τραυματίας και το κατόρθωμά του απέκτησε και δικαιολογημένα μυθικές διαστάσεις. Δεν είχαν καταφέρει να φέρουν μετάλλια το 1980 η Σοφία Σακοράφα και το 1984 η Αννα Βερούλη, αλλά οι ελπίδες που είχαν δημιουργήσει ήταν τεράστιες και ωραίες. Η Σακοράφα ήταν σε καταπληκτική κατάσταση τότε: λίγο αργότερα πέτυχε και το σπουδαίο παγκόσμιο ρεκόρ της. Η Βερούλη στο Λος Αντζελες, έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, «κάρφωνε το ακόντιο στα 50 μέτρα χωρίς φόρα». Θυμάμαι τον αγώνα της. Η πρωταθλήτρια Ευρώπης δεν τα είχε καταφέρει. Στο γήπεδο μάλιστα παραδόξως έβρεχε πολύ.

Μάστορες

Θυμάμαι πολλούς μάστορες στο να δημιουργούν προσδοκίες – και να τα καταφέρνουν να ανταποκριθούν. Ο Πύρρος Δήμας μάς ήταν άγνωστος το 1992 όταν κέρδισε το πρώτο του μετάλλιο, αλλά στους τρεις επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν ο ήρωας που δεν λύγισε ποτέ. Στο ίδιο αγώνισμα, την άρση βαρών, ήταν εντυπωσιακός όταν αγωνίστηκε με τα ελληνικά χρώματα ο Κάχι Καχιασβίλι: ήξερες ότι με πέντε προσπάθειες (ίσως λέω και πολλές) θα κερδίσει το χρυσό και καθόσουν να παρακολουθήσεις απλά το πώς. Τη βεβαιότητα της επιτυχίας δημιουργούσε στις μεγάλες του μέρες κι ο γυμναστής μας Σωτήρης Ταμπάκος: στο Σίδνεϊ και στην Αθήνα η κατάκτηση κάποιου μεταλλίου ήταν στην ημερήσια διάταξη, το γεμάτο από επιτυχίες βιογραφικό του ήταν εγγύηση. Θυμάμαι ωστόσο ότι τον ίδιο καιρό παρακολουθούσα με αγωνία και τον Βλάση Μάρα, αθλητή σπάνιο, που στους Ολυμπιακούς δεν τα κατάφερε. Θυμάμαι επίσης πόσο πολύ περιμέναμε το 2004 στην Αθήνα ένα μετάλλιο από τον σπουδαίο ιστιοπλόο Νίκο Κακλαμανάκη – πήρε το ασημένιο. Η προσδοκία είχε να κάνει με το ότι το 1996 είχε πάρει το χρυσό στην Ατλάντα. Και θυμάμαι το 2004 και την πίκρα για τον αποκλεισμό της εθνικής ομάδας στο μπάσκετ: είχε τα πάντα για να πάρει μετάλλιο, αλλά μεταξύ αυτών και πολύ άγχος.

Οι δικοί μου

Δεν ξέρω πόσα μετάλλια θα κερδίσει η ελληνική αποστολή στο Παρίσι. Ακούω πολλά αλλά δεν δίνω σημασία. Οι αγώνες θα είναι δύσκολοι – είναι το μόνο δεδομένο. Ωστόσο μεταξύ των παιδιών που θα δώσουν τη μάχη τους είναι μερικοί αθλητές μας που στα μάτια μου είναι ήδη νικητές για τη σταθερότητά τους, τη διάρκειά τους και την ικανότητά τους να κουβαλάνε τις ελπίδες μας για διακρίσεις. Η Αννα Κορακάκη γυρίζει την Ευρώπη και μαζεύει διακρίσεις χρόνια τώρα στη σκοποβολή: έχει ήδη ένα μετάλλιο στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, θα ήταν ωραίο ένα ακόμα. Ο Μίλτος Τεντόγλου είναι μια παγκόσμια ατραξιόν: έχει μια συλλογή από μετάλλια στο μήκος που δεν έχει κανείς έλληνας αθλητής και είναι μια μοναδική περίπτωση. Η τεράστια Κατερίνα Στεφανίδη ψάχνει νομίζω έναν επίλογο θεματικό όσο και η μεγάλη καριέρα της. Τα παιδιά του Θοδωρή Βλάχου στο πόλο θα έχουν αυτή τη φορά αντιπάλους που τους γνωρίζουν και τους περιμένουν. Και πιο πολύ από όλους περιμένω τον Λευτέρη Πετρούνια, αυτό το θαύμα της φύσης στους κρίκους. Τα μάτια μου θα είναι σε όλους τους έλληνες αθλητές. Η καρδιά μου όμως θα χτυπήσει κι αυτή τη φορά λίγο πιο έντονα για δαύτους.