«Γεννήθηκα στις 20 Ιουλίου 1974. Στις δεκαπέντε ημέρες μετά την εισβολή χάθηκαν ο πατέρας μου, η μητέρα μου και ο αδελφός μου που ήταν έξι ετών. Δεν γνώρισα κανέναν. Δεν ξέρω τους γονείς μου. Ούτε τη μυρωδιά τους ξέρω ούτε πώς είναι να έχεις μάνα ξέρω. (…) Θέλω να γνωρίζετε ότι εμείς είμαστε αυτοί που πληρώσαμε το τίμημα της εισβολής, τα παιδιά των αγνοουμένων».

Η μαρτυρία της Αναστασίας Ευσταθίου Στυλλή, 50 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές της ανθρώπινης ψυχής. Είναι μία από εκείνους που ίδρυσαν, πριν από μόλις δύο μήνες, τον Σύνδεσμο Συζύγων και Τέκνων Αγνοουμένων – «Οι 1.619». Μια πρωτοβουλία αφύπνισης από ανθρώπους που έζησαν μισό αιώνα περιμένοντας. Από ανθρώπους που κουβαλούν τις ανίατες πληγές μιας συνεχιζόμενης κατοχής. Με τη συμπλήρωση μισού αιώνα από τη στιγμή που άλλαξε τη ζωή τους για πάντα ζητούν ακόμη δικαίωση. Θα τη βρουν ποτέ; Ο ΟΗΕ εκφράζει σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον των παιδιών που μένουν ορφανά εν μέσω στρατιωτικών επιθέσεων. Αφορμή, τα περισσότερα από 19.000 ορφανά παιδιά της Γάζας. Κάποια δεν γνώρισαν ποτέ την αγκαλιά της μάνας· γεννήθηκαν σε χειρουργεία από ετοιμόγεννες που ξεψυχούσαν τραυματισμένες από τους βομβαρδισμούς. Τα περισσότερα δεν έχουν κανέναν εν ζωή.

Μπροστά στη σιωπή της παγκόσμιας κοινότητας, τα λόγια του μικρού Αμπεντ Χουσεΐν στο BBC ηχούν σαν σειρήνα στο σκοτάδι, από αυτές που τον κρατούν ξύπνιο ολόκληρες νύχτες καθώς πλέον φοβάται να κοιμηθεί: «Ο πύραυλος έπεσε στην αγκαλιά της μαμάς μου και το κορμί της σκίστηκε σε κομμάτια. Για μέρες παίρναμε τα μέρη του σώματός της από τα ερείπια του σπιτιού. Οταν είπαν ότι ολόκληρη η οικογένειά μου σκοτώθηκε, ένιωσα ότι η καρδιά μου αιμορραγούσε από φωτιά». Ο Αμπεντ, ένα γλυκό αγόρι με κουρασμένα μάτια, ζούσε στον προσφυγικό καταυλισμό Al Bureij, ο οποίος δέχτηκε αιματηρές επιθέσεις από το Ισραήλ με την πιο πρόσφατη στις 6 Ιουλίου. Κανείς δεν ξέρει αν ζει ακόμη.