Μετά το άγχος της αναμονής των βαθμολογιών και την προ ημερών ανακοίνωση των βάσεων για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, γονείς και νέοι φοιτητές έχουν ήδη λάβει θέσεις στην εκκίνηση ενός νέου αγώνα δρόμου, αυτού της εύρεσης φοιτητικής στέγης, μια προσπάθεια που εύκολα μπορεί να εξελιχθεί σε καλοκαιρινό… εφιάλτη.
Τα μικρά διαμερίσματα, ιδιαίτερα σε περιοχές που είναι κοντά στα πανεπιστήμια, αποτελούν είδος προς εξαφάνιση, καθώς πολλοί ιδιοκτήτες επιλέγουν τα τελευταία χρόνια να τα διαθέτουν σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης, ενώ οι τιμές εκείνων που διατίθενται για μακροχρόνια μίσθωση έχουν καταστεί απαγορευτικές.
Το φαινόμενο, που τείνει να μετατραπεί κοινωνικό πρόβλημα, έχει βάλει φωτιά στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών που ούτως ή άλλως πάσχιζαν να καλύψουν τα έξοδα της πρώτης κατοικίας. Πλέον, θα πρέπει να καλύπτουν και άλλη μία κατοικία μαζί με τα λειτουργικά έξοδα που τη συνοδεύουν, όπως ρεύμα, νερό, σίτιση και τηλέφωνο.
€500 τον μήνα για 40 τ.μ.
«Στα μικρά σπίτια των 30-50 τετραγωνικών, υπάρχει μεγάλη έλλειψη προσφοράς, γεγονός που ανεβάζει κατά πολύ τις τιμές. Σε αυτά τα τετραγωνικά δεν βρίσκει κανείς σπίτι κάτω από 400 ευρώ στην Αττική. Και δεν μιλάμε για ακίνητα – φιλέτα αλλά για ισόγεια, ακόμα και υπόγεια. Για παράδειγμα στην Κυψέλη, ο μέσος όρος της τιμής είναι 12 ευρώ ανά τετραγωνικό, που μεταφράζεται σε 500 ευρώ τον μήνα για ένα διαμέρισμα 40 τ.μ.» λέει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Συλλόγου Κτηματομεσιτών Αττικής Λευτέρης Ποταμιάνος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συλλόγου, για ενοικίαση κατοικιών από 30 μέχρι 50 τ.μ., στο κέντρο της Αθήνας η μέση τιμή (ανά τ.μ.) φτάνει τα 12,92 ευρώ, στα Εξάρχεια τα 11,47 ευρώ, στο Μετς τα 15,56 ευρώ, στο Κουκάκι τα 11.41 ευρώ, στο Παγκράτι τα 11,21 ευρώ, στου Ζωγράφου τα 10,58 ευρώ και στον Πειραιά τα 11,87 ευρώ.
Βέβαια, οι τιμές δεν έχουν πάρει φωτιά μόνο στην Αττική, ενώ και η έλλειψη προσφερόμενων κατοικιών δεν αποτελεί… προνόμιο της πρωτεύουσας. «Τα Χανιά βρίσκονται σε κατάσταση εμφράγματος στην εξεύρεση κατοικίας. Η Πάτρα αντιμετωπίζει περίπου την ίδια κατάσταση με την Αθήνα», εξηγεί ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης Μεσιτών Κοσμάς Θεοδωρίδης. Παράλληλα, επισημαίνει ότι «οι ιδιοκτήτες σε περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος έρχονται σε συνεννόηση με τους ενοικιαστές τους για μίσθωση του διαμερίσματος μόνο για εννιά μήνες, ώστε τους υπόλοιπους τρεις να το διαθέτουν σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης, λέγοντας ότι “δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική για εκείνους που θέλουν να βρουν σπίτι σε καλή τιμή”».
Από την πλευρά του, ο Λευτέρης Ποταμιάνος αναδεικνύει το ζήτημα της έγκαιρης αναζήτησης κατοικίας: «Αυτή την περίοδο δεν υπάρχουν πολλοί φοιτητές που αναζητούν με μανία διαμερίσματα, με το σκεπτικό ότι θα γλιτώσουν δύο ενοίκια μέχρι τον Σεπτέμβριο. Εμείς κάνουμε συνεχώς εκκλήσεις στους ενδιαφερομένους να αρχίσουν πιο νωρίς το ψάξιμο γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα “πέσουν” όλοι μαζί και δεν θα βρίσκουν τα κατάλληλα ακίνητα». Ο ίδιος, πάντως, εκφράζει την αισιοδοξία του πως και αυτή τη χρονιά τελικά όλοι οι φοιτητές θα μπορέσουν να βρουν στέγη. «Οπως κάθε χρόνο, όλοι, με κάποιον τρόπο, θα βρουν σπίτι. Ο γονιός δεν θα κόψει τις σπουδές του παιδιού του. Θα προτιμήσει να περιορίσει τα δικά του έξοδα, ακόμα και να μην πληρώσει την Εφορία του, για καλύψει τις ανάγκες του, χωρίς, ωστόσο, να λείπουν και οι περιπτώσεις που φοιτητές ξαναδίνουν Πανελλαδικές με στόχο να έρθουν πιο κοντά στον τόπο κατοικίας τους την επόμενη χρονιά».
Οι δισταγμοί
Η πρακτική της συγκατοίκησης, που είναι ευρέως διαδομένη στο εξωτερικό, αρχίζει πλέον να φαντάζει ως αντίδοτο στις υψηλές τιμές που χαρακτηρίζουν την κτηματομεσιτική αγορά, αν και στη χώρα μας δεν συνηθίζεται στον ίδιο βαθμό, ακόμα και τώρα που η ακρίβεια έχει γονατίσει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. «Αν και η συγκατοίκηση ήταν κάτι συχνό στη χώρα μας τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, από το 2000 και μετά, με την οικονομική ευμάρεια που χαρακτήριζε την εποχή, εγκαταλείφθηκε αυτή η ιδέα» περιγράφει ο Λευτέρης Ποταμιάνος.
Οπως λέει ο πρόεδρος του Συλλόγου Κτηματομεσιτών Αττικής, η τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο στα μεγαλύτερα σπίτια είναι αισθητά χαμηλότερη σε σύγκριση με τα μικρότερα διαμερίσματα και παραθέτει τους λόγους πίσω από αυτή την ιδιομορφία: «Σπίτι 100 τ.μ. θα το βρει κανείς με 8-9 ευρώ ανά τ.μ. Αυτό συμβαίνει λόγω της μειωμένης ζήτησης στα μεγάλα ακίνητα. Το μικρό θα το ζητήσει ο φοιτητής, ο εργένης αλλά και ο τουρίστας μέσω της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Ενα σπίτι 150 τ.μ. μπορούν να το νοικιάσουν τρεις ή ακόμα και τέσσερις φοιτητές, με τον καθένα να πληρώνει από 200 έως 300 ευρώ. Ωστόσο, πολλοί φοβούνται τη συγκατοίκηση, καθώς δεν θέλουν να συμβιώνουν με έναν άγνωστο. Η κοινωνία μας δεν είναι η ίδια όπως πριν από 40 χρόνια».
Με τις γκαρσονιέρες και τα δυάρια να εξαντλούνται, ο Κοσμάς Θεοδωρίδης θεωρεί αναπόφευκτη τη στροφή των φοιτητών στη συγκατοίκηση. «Στο εξωτερικό θεωρείται αυτονόητη και είναι και μάλιστα μορφή κοινωνικοποίησης. Η εφαρμογή αυτής της πρακτικής ενισχύεται και από τις πλατφόρμες εύρεσης συγκατοίκου. Σιγά σιγά θα περάσει και σε εμάς αυτή η νοοτροπία» εκτιμά. Στο ίδιο πνεύμα, ο Λευτέρης Ποταμιάνος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στην Ελλάδα οι περισσότεροι φοιτητές που συγκατοικούν προέρχονται από την Κύπρο.
Ωστόσο και η από κοινού χρήση ενός διαμερίσματος δεν είναι πάντα ανέφελη, με τον διαχωρισμό των λειτουργικών εξόδων να αποτελεί συχνά πεδίο διαμαχών για τους ενοικιαστές. «Πέρα από το ενοίκιο, που είναι ένα πάγιο και συγκεκριμένο ποσό, στα υπόλοιπα έξοδα του σπιτιού ενδέχεται να υπάρξουν τριβές. Μπορεί, δηλαδή, να προκύψουν προβλήματα με τους λογαριασμούς – για το ποιος έκαψε περισσότερο ρεύμα, ποιος άναψε περισσότερο τον θερμοσίφωνα κ.ο.κ.».
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης Μεσιτών καταλήγει στο συμπέρασμα πως η δραματική μείωση των γεννήσεων αναπόφευκτα – δυστυχώς – θα αποσυμπιέσει τη ζήτηση φοιτητικής στέγασης: «Είμαστε ακόμα στη “γενιά του Καραμανλή”. Δηλαδή, τα παιδιά που σπουδάζουν σήμερα γεννήθηκαν με τα κίνητρα που είχαν δοθεί τότε, προ 20 ετών. Οταν ξεκινήσουν να εισέρχονται στα πανεπιστήμια τα “παιδιά της κρίσης”, που γεννήθηκαν από το 2010 και έπειτα, θα υπάρξει μεγάλη αλλαγή στη ζήτηση ακινήτων, λόγω της δημογραφικής κατάρρευσης. Η ζήτηση θα πέσει από τα 110.000 – 120.000 παιδιά στα 60.000 – 70.000, σχεδόν στο μισό. Εκτός, βέβαια, αν μέχρι τότε έχουν απογειωθεί τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και έχουμε μαζικές αφίξεις φοιτητών από χώρες του εξωτερικού».