Μία εργαζόμενη γυναίκα. Μια ηθοποιός, που καλείται να ερμηνεύσει μια βαριά από τη μοίρα χτυπημένη ηρωίδα, την Εκάβη. Είναι οριακά ατημέλητη και αφοσιωμένη στη δουλειά της. Τρέχει να προλάβει τις πρόβες της παράστασης. Παλεύει σε ένα χαοτικό περιβάλλον και χωρίς εμφανή παρουσία σκηνοθέτη να συντονιστεί με τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου ώστε να προλάβουν να πετύχουν ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα ως την πρεμιέρα. Ψάχνει να βρει τα πατήματά της, την ώρα που ο χορός επιχειρεί χωρίς επιτυχία να συγχρονιστεί και οι συνάδελφοί της αναζητούν τον κατάλληλο, για τον ρόλο του ο καθένας, τρόπο ερμηνείας.
Ντυμένοι όλοι στα μαύρα και έχοντας πίσω από το τραπέζι εργασίας ένα τεράστιο απροσδιορίστου ταυτότητας γλυπτό καλυμμένο με ένα επίσης μαύρο πανί, διαβάζουν στο αρχαίο κείμενο τους στίχους που λέει η Εκάβη «Ντρέπομαι καταπρόσωπο να σε κοιτάξω…. υπάρχει κι η συνήθεια να μην κοιτάζουν κατάματα τους άντρες οι γυναίκες» και προβληματίζονται με το κατά πόσο είναι πολιτικά ορθός ο λόγος του Ευριπίδη με τα σημερινά δεδομένα. Είναι παράξενος, συμβολικός ή μήπως παλαιομοδίτικος; Μήπως η φράση «κι απ’ την καρδιά σου βγάλε αυτές τις βάρβαρες συνήθειες» είναι ρατσιστική; Πρέπει να κοπεί; Και ενδιαμέσως δοκιμάζουν να εκτονώσουν την ένταση και την αμηχανία τους γελώντας με τα λάθη τους, καθώς οι Πριαμίδες γίνονται – εν τη ρύμη του λόγου – Πυραμίδες!
Οτις Ρέντινγκ
Εκείνη πρέπει να διακόψει την πρόβα. Η φωνή του πρωτοπόρου της σόουλ σκηνής Οτις Ρέντινγκ που τραγουδά το «Change gonna come» (Θα έρθει η αλλαγή) επανέρχεται. Ηταν το μουσικό χαλί που μας κρατούσε συντροφιά μέχρι να αρχίσει η παράσταση «Hecuba, not Hecuba». Ενα ακόμη νήμα, από τα πολλά, όπως θα αποδεικνυόταν είχε πλέξει με τρόπο που ούτε μία ίνα να μην ξεφεύγει ο πορτογάλος σκηνοθέτης Τιάγκο Ροντρίγκες με τον θίασο της Comédie – Française για την παράσταση που παίχτηκε την Παρασκευή (παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου) και το Σάββατο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, μετά την προ 20ημέρου πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ της Αβινιόν.
Από το ντυμένο με θερμό φως χώρο του θεάτρου μεταφερόμαστε με ψυχρό φως στην πραγματικότητα. Εκεί που μαθαίνουμε ότι εκτός σκηνής η «Εκάβη» ονομάζεται Νάντια Ροζέ και είναι μητέρα του 12χρονου Οτις, συνονόματου του τραγουδιστή. Ενός αυτιστικού παιδιού που κακοποιήθηκε στο κρατικό ίδρυμα το οποίο οι γιατροί συνέστησαν στη μητέρα για την καλύτερη φροντίδα του (πρόκειται για πραγματικό γεγονός που συγκλόνισε την Ελβετία). Η Νάντια (η εκπληκτική Ελσα Λεπουάβρ) θα παλέψει με όλες της τις δυνάμεις να αποκαλύψει την αλήθεια. Κι όταν διαπιστώσει πως το ζήτημα ενδέχεται να αποσιωπηθεί, καταφεύγει στη Δικαιοσύνη. Σπαρακτικές καταγγελίες, δάκρυα αγανάκτησης, πόνου και ενοχής, αγωνία και αμφιβολίες την οδηγούν να εξηγεί, να διεκδικεί, όχι μόνο με τα δικά της λόγια, αλλά και με εκείνα της Εκάβης.
Απόδοση δικαιοσύνης
Οσο η έρευνα προχωρά και οι υπάλληλοι αποποιούνται τις ευθύνες τους και τις επιρρίπτουν σε εκείνους που τους διόρισαν σε θέσεις για τις οποίες δεν είχαν κατάλληλη κατάρτιση, η Νάντια ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με τον πόνο, την απελπισία, την ανάγκη απόδοσης Δικαιοσύνης, που αισθάνεται η Εκάβη. Δεν φτάνει στην αυτοδικία όπως η σκλαβωμένη βασίλισσα της Τροίας. Θέλει να δώσει στο παιδί της τη φωνή που δεν έχει. Οπως έκανε και η μοναδική τολμηρή αλλοδαπή («βάρβαρη»), αλλόγλωσση υπάλληλος του Ιδρύματος η οποία με κίνδυνο να μην πάρει την πολυπόθητη υπηκοότητα, αποκάλυψε τη βία, την έλλειψη υγιεινής, τον υποσιτισμό.
Η Νάντια επιστρέφει στις πρόβες. Οι συνάδελφοί της τη στηρίζουν. Εχουν όμως ο καθένας και τα δικά του προβλήματα. Και η παράσταση ενδέχεται να μην είναι έτοιμη στην ώρα της, αλλά οι συντελεστές της αντιμετωπίζουν εν μέρει με χιούμορ και αυτή την πιθανότητα, σε μια προσπάθεια να αποφορτίσουν το κλίμα. Ο θίασος χορεύει στον ρυθμό του τραγουδιού που λατρεύει ο Οτις με τη δική του εμμονική χορογραφία. Η μητέρα βγαίνει από την ορχήστρα και κοιτά στα μάτια τους θεατές. Θέλει να μοιραστεί με τον καθένα χωριστά τη δύσκολη αλλά τρυφερή καθημερινότητα με το παιδί της. Απαγγέλλει το λεξιλόγιο των 47 λέξεων του γιου της, ως ένα κλείσιμο του ματιού σχετικά και με τον τίτλο της παράστασης. «Χάδι, όχι χάδι. Μαμά, όχι μαμά».
Η σκύλα
Το γλυπτό έχει αποκαλυφθεί και δεν είναι παρά μια υπερμεγέθης σκύλα. Σαν εκείνη που ο βασιλιάς της Θράκης Πολυμήστωρ, τυφλωμένος από τις ακολούθους της Εκάβης επειδή σκότωσε και άφησε άταφο τον γιο της που όφειλε να προστατεύει, προβλέπει ότι θα μεταμορφωθεί η τέως βασίλισσα της Τροίας. Σαν τη σκύλα που πρωταγωνιστεί στο αγαπημένο καρτούν του Οτις: ένα αποπροσανατολισμένο πληγωμένο τετράποδο που σε όλα τα επεισόδια εμφανίζεται έως και ακρωτηριασμένο αναζητώντας το χαμένο του κουτάβι. Σαν τη Νάντια, που θα γίνει αν χρειαστεί σκύλα για να μην μπει η υπόθεση στο αρχείο. Και για να δικαιωθεί ζητά όχι την τιμωρία των υπαλλήλων, αλλά εκείνων που τους διόρισαν. Ζητά δικαίωση από το κράτος που την πρόδωσε, την ώρα που ο αρμόδιος υφυπουργός αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη, αλλά δεν δηλώνει ένοχος.
Στο φινάλε όμως δεν θα ξεφύγει από τη μοίρα του alter ego της, της Εκάβης. Θα γίνει σκύλα. Σε ένα λιτό και άκρως συγκινητικό φινάλε θα αποχαιρετίσει το κοινό μόνη στη μέση της ορχήστρας, γαβγίζοντας. Οπως ακριβώς κάνει για χάρη του γιου της όταν τελειώνει το αγαπημένο του παιδικό με την πληγωμένη σκυλίτσα, σε μια στιγμή ιδιαίτερης μεταξύ τους επικοινωνίας.
Εξαιρετικές ερμηνείες
Ορθιο το κοίλο (8.000 θεατές την Παρασκευή και το Σάββατο) χειροκροτούσε και επευφημούσε θίασο και σκηνοθέτη σε μια από τις κορυφαίες στιγμές του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, που ξεχώρισε όχι μόνο για τις εξαιρετικές ερμηνείες και για το γεγονός ότι κατάφερε να αγγίξει συναισθηματικά τους θεατές, αλλά κι επειδή ανέδειξε τη διαχρονικότητα του τραγικού λόγου θέτοντάς τους επί της ουσίας (και όχι απλώς μέσα από ένα σκηνικό που παραπέμπει στο σήμερα) ανθρώπους της διπλανής πόρτας να διεκδικούν, να αμύνονται, να πονούν και να παλεύουν στην καθημερινότητα του 21ου αι. με αυτούσιους τους στίχους του Ευριπίδη.