Δεν ξέρω ποιος σκαρφίστηκε το νέο trend του καλοκαιριού: τη μομφή περί υπερτουρισμού, που δημιουργεί αίσθηση και ήδη υπερχρησιμοποιείται στη δημοσιογραφική κοινή γλώσσα. Αυτό που ξέρω είναι ότι, για ακόμα μια φορά, η συγκεκριμένη λέξη που υποτίθεται ότι φωτογραφίζει μια πραγματική κατάσταση τείνει να διαμορφώσει τη συμπεριφορά απέναντι στο κυρίαρχο προϊόν που πουλάει η Ελλάδα. Μια συμπεριφορά, δήθεν αριστερή, κριτικής και απαξίωσης του τουρισμού. Που ήδη βάλλεται ως πολιτιστική φτήνια, ως αιτία καταστροφής της υπαίθρου και ιδίως των νησιών και, ασφαλώς, ως o λόγος που είναι ακριβοί οι κορυφαίοι προορισμοί για το βαλάντιο του μέσου Ελληνα.

Κατανοώ την κριτική για παραβάσεις των νόμων στην παραλία, για φοροδιαφυγή, για κακές εργασιακές συνθήκες, για υπερχρεώσεις από κακούς επαγγελματίες. Για όλα αυτά το κράτος οφείλει να είναι παρόν.

Αλλά αδυνατώ να καταλάβω τη σκέτη κριτική για καθαυτό τον τουρισμό. Τι εννοούν όσοι την κάνουν; Να πάψουμε να προσπαθούμε να τον αναπτύξουμε; Να υπονομεύσουμε το μόνο προϊόν που (όπως επισήμαινε χθες στα «ΝΕΑ» και ο Νίκος Φιλιππίδης) αφήνει στην Ελλάδα καθαρά έσοδα περί τα 20 δισ. ευρώ – χωρίς τα «μαύρα»;

Το παράδειγμα της στροφής κατά του τουρισμού το έδωσαν οι Καταλανοί. Και στην Ελλάδα ετοιμαζόμαστε να τους αντιγράψουμε. Προσθέτοντας τη δική μας πινελιά της νοσταλγίας.

Σε υπαρκτά προβλήματα (όπως το κόστος της στέγης, που έχει εκτιναχθεί και λόγω τoυ Airbnb), κολλάμε ένα δήθεν ιδεατό παρελθόν: «παλαιά ήταν καλύτερα». Τι εννοούμε οι ποιητές; Να γυρίσουμε πίσω στη δεκαετία του 1980, όταν όλα ήταν αγνά και αρειμάνια, στην εποχή του ελεύθερου κάμπινγκ και των «ρουμς του λετ»; Να ξαναζήσουμε με σλίπινγκ μπαγκ και με καρπούζι;

Στην Ελλάδα, ιδίως μετά τη μεταπολίτευση, υπάρχει μια πάγια «αριστερή» στάση εναντίον της ανάπτυξης: όχι.

Οχι στη βιομηχανία γιατί ρυπαίνει, όχι στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας επειδή (δήθεν) καταστρέφουν τα οικοσυστήματα, όχι σε οτιδήποτε φέρνει χρήματα στη χώρα.

Πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά πώς θα ζούμε; Η απάντηση, με τις προϋποθέσεις που τίθενται, πάντα είναι το λεφτόδεντρο. Παρότι την περασμένη δεκαετία είδαμε ότι δεν καρποφορεί.

Τι σημαίνει για την Ελλάδα το έλλειμμα τουρισμού το κατανοήσαμε τη χρονιά της πανδημίας. Τότε επιθυμούσαμε πολύ να επιστρέψουμε στην κανονικότητα για να υπάρχουν δουλειές και συνάλλαγμα – και συζητούσαμε η ελληνική οικονομία να στραφεί και σε άλλα επιτηδεύματα, να μην είναι ο τουρισμός μονοκαλλιέργεια.

Αλλ’ ενώ οι επενδύσεις στην καινοτομία με παγκόσμια απήχηση καθυστερούν και μάλλον δεν θα έρθουν ποτέ, κάποιοι αποφασίζουν να κηρύξουν πόλεμο και κατά του τουρισμού, με στόχο να μετατραπεί ο ανθηρός κλάδος σε προβληματική επιχείρηση.

Ελπιζα ότι μάθαμε πολλά για την ευκολία των συνθημάτων και τις βλαβερές συνέπειές της. Oτι προσγειωθήκαμε. Δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς κόπο, εξειδίκευση, επενδύσεις, κεφάλαια. Δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς να δουλεύουμε.

Αλλά ως φαίνεται κάποιοι ψάχνουν ένα νέο αντιμνημόνιο. Ή και περισσότερα.