Αυξημένο ενδιαφέρον παρουσιάζεται στις πρόσφατες εκδόσεις εντόκων γραμματίων του ελληνικού Δημοσίου από νοικοκυριά, που βλέπουν τους κρατικούς τίτλους ως μια ασφαλή και προσοδοφόρα επένδυση. Πράγματι, τα έντοκα γραμμάτια έχουν περίπου 100 φορές μεγαλύτερη απόδοση από τις καταθέσεις Ταμιευτηρίου στις περισσότερες τράπεζες και σχεδόν διπλάσια σε σύγκριση με τις προθεσμιακές καταθέσεις έως ενός έτους. Κερασάκι στην «τούρτα» αποτελεί το γεγονός ότι τα έσοδα για όσους επενδύουν σε έντοκα γραμμάτια είναι αφορολόγητα.
Συγκεκριμένα, η απόδοση των εντόκων γραμματίων έξι μηνών (26 εβδομάδων) που εκδόθηκαν από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) την περασμένη Τετάρτη 24 Ιουλίου είχαν απόδοση 3,30%, μειωμένη κατά 0,14% από την προηγούμενη έκδοση (26/06/2024, 3,44%). Με την εν λόγω έκδοση το Δημόσιο σκόπευε να βάλει στα Ταμεία του 500 εκατ. ευρώ. Η ζήτηση όμως ήταν πολύ μεγαλύτερη, παραπάνω από διπλάσιο, με το βιβλίο προσφορών να φτάνει τα 1,196 δισ. ευρώ.
Οσον αφορά τα έντοκα γραμμάτια τριών μηνών (13 εβδομάδων), η τελευταία έκδοση έγινε στις 3 Ιουλίου, με τους τίτλους να «πιάνουν» απόδοση 3,42%, επίσης μειωμένη από την προηγούμενη έκδοση (30/4/2024, 3,67%). Σήμερα πραγματοποιείται εξάλλου νέα έκδοση εντόκων γραμματίων 13 εβδομάδων από τον ΟΔΔΗΧ, με το ποσό που θα αντληθεί να μην έχει γίνει ακόμα γνωστό, αν και εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 500-600 εκατ. ευρώ.
Οι αποδόσεις των εντόκων γραμματίων έχουν αρχίσει να «γυαλίζουν» σε ενδιαφερόμενους μικροεπενδυτές, δηλαδή ανθρώπους με κάποια χρήματα «στην άκρη», που βλέπουν τα επιτόκια καταθέσεων μίας ημέρας (απλού Ταμιευτηρίου) των τραπεζών στάσιμα σε σχεδόν μηδενικές τιμές. Συγκεκριμένα, τα επιτόκια καταθέσεων μίας ημέρας ανέρχονταν σε μόλις 0,03% τον Μάιο σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ. Ούτε και οι προθεσμιακές καταθέσεις είναι ιδιαιτέρως ελκυστικές, όμως, με το επιτόκιο να φτάνει στο 1,83%.
Τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια καταθέσεων των τραπεζών έκαναν μάλιστα την Επιτροπή Ανταγωνισμού να ανοίξει σχετική έρευνα, καθώς φαίνεται πως οι τράπεζες δεν απορρόφησαν την αύξηση των επιτοκίων βάσης της ΕΚΤ.
Τα έντοκα γραμμάτια, γνωστά και ως T-bonds, είναι τίτλοι χρέους του Δημοσίου και αποκαλούνται ενίοτε «λαϊκά ομόλογα» λόγω της χαμηλής τους τιμής σε σχέση με τα «κανονικά» κρατικά ομόλογα. Η χαμηλή τους τιμή τα κάνει προσιτά ακόμα και σε ιδιώτες μικροεπενδυτές χωρίς μεγάλη οικονομική επιφάνεια.
Σήμερα, το χρέος του Ελληνικού Δημοσίου που έχει εκδοθεί μέσω εντόκων γραμματίων αντιστοιχεί σε ποσοστό περίπου 3% του συνολικού δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσαν «ΤΑ ΝΕΑ», σχεδόν ένα στα τέσσερα έντοκα γραμμάτια που βρίσκονται σε κυκλοφορία είναι στην κατοχή νοικοκυριών.
Για να αγοράσει κανείς έντοκα γραμμάτια υπάρχουν δύο τρόποι: η πρωτογενής και η δευτερογενής αγορά. Ως πρωτογενής αγορά νοείται η δημοπρασία εντόκων γραμματίων που λαμβάνει χώρα με την έκδοση. Εκεί, τα φυσικά πρόσωπα μπορούν να αγοράσουν έντοκα γραμμάτια μέσω δημόσιας εγγραφής σε τράπεζα ή χρηματιστηριακή εταιρεία, με ανώτατο όριο επένδυσης στις 15.000 ευρώ για κάθε πρόσωπο.
Υπάρχει όμως και η δυνατότητα απόκτησης εντόκων γραμματίων στη δευτερογενή αγορά, ανά πάσα στιγμή. Για να αγοράσει κανείς στη δευτερογενή αγορά θα πρέπει να απευθυνθεί σε τράπεζα, η οποία θα διαμεσολαβήσει για την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Εκεί, η απόδοση των γραμματίων είναι ελαφρώς χαμηλότερη, όμως δεν υπάρχει το ανώτατο όριο των 15.000 ευρώ.
Η αγορά εντόκων γραμματίων από φυσικά πρόσωπα αποτελεί μια νέα δυνατότητα από τον Σεπτέμβριο του 2023, καθώς για περίπου δύο χρόνια τα φυσικά πρόσωπα δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα.
Ωστόσο, πρόσφατα στοιχεία της Eurostat δείχνουν πως οι Ελληνες δεν αποταμιεύουμε, αλλά μάλλον «τρώμε από τα έτοιμα». Καταγράφουμε, δηλαδή, αρνητική αποταμίευση ύψους 5,6% του εισοδήματός μας. Επομένως, αποτελεί ερώτημα το κατά πόσο μπορεί ένας ιδιώτης να επενδύσει τις αποταμιεύσεις του, ακόμα κι αν υπάρχουν λύσεις με υψηλές αποδόσεις, όπως τα έντοκα γραμμάτια.