«Μεταπολίτευση» σημαίνει, πέρα και πάνω απ’ όλα, πενήντα χρόνια αδιατάρακτου δημοκρατικού βίου. Πρόκειται για κατάκτηση: όχι απλώς δεν ήταν δεδομένο, αλλά οι συνθήκες της μετάβασης – παράδοση και όχι ανατροπή της χούντας εν μέσω εθνικής καταστροφής – καθώς και η ιστορία της νεότερης Ελλάδας στην αντίθετη κατεύθυνση οδηγούσαν. Και μάλιστα μεγάλη κατάκτηση: η δημοκρατία που διαμορφώθηκε και λειτούργησε είχε – έχει – πολλά ελλείμματα, αλλά δεν είναι διόλου «καχεκτική», αποδείχθηκε όχι απλώς ανθεκτική αλλά με δύναμη αναγέννησης. Παρότι η Ελλάδα πήγε μπροστά σχεδόν σε όλα τα μεγάλα μέτωπα –  διάρθρωση θεσμών, εναλλαγή στην εξουσία, συμμετοχή στη διεθνή και την ευρωπαϊκή κοινότητα, συνεχής βελτίωση, ως πρόσφατα, του επιπέδου ζωής –, η πεντηκονταετία 1974-2024 δεν έχει μόνο επιτυχίες. Οι ουκ ολίγες υστερήσεις (διατήρηση παλαιοκομματικών δομών, αύξηση αδικιών και ανισοτήτων, διαμόρφωση, σε πολλές περιπτώσεις, κλίματος διχόνοιας) και παρά τρίχα αποφυγές καταστροφών (σύγκρουση με την Τουρκία, ασύντακτη χρεοκοπία, έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ενωση, ακόμα και διάσωση των Ολυμπιακών Αγώνων) αποτελούν εγγενές στοιχείο της εικόνας. Η συλλογική επιτυχία δεν οδήγησε σε υπέρβαση: η αλλαγή πολιτικής και κοινωνικής νοοτροπίας δεν καρποφόρησε, οι δομές του κράτους παραμένουν ανεπαρκείς, ο πολιτισμός υποχώρησε, το αρχικό πάθος για συμμετοχή, για δράση, για ανύψωση έχει προ πολλού δώσει τη θέση του σε αδιαφορία και καχυποψία, ακόμα και σε απογοήτευση ή αποστροφή. Η Μεταπολίτευση, κατά την αντίληψή μου, είναι ένα είδος Ιανού: επιτυχίες και αποτυχίες, αναβάσεις και οπισθοχωρήσεις, κερδισμένες και χαμένες ευκαιρίες, παραδοσιακά και νέα χαρακτηριστικά αποτελούν αξεδιάλυτο σύνολο και όχι αντιμαχόμενες δυνάμεις. Για όλα αυτά σκοπεύω να γράψω αναλυτικότερα, θεωρώ όμως ότι και σήμερα, ακριβώς 50 χρόνια από την επάνοδο της δημοκρατίας στη χώρα μας, τα γεγονότα αναδεικνύουν αυτό το σχήμα.

Σε κυβερνητικό επίπεδο, αφού σε αυτά τα 50 χρόνια ο ελληνικός λαός δοκίμασε, κυριολεκτικά, τα πάντα (και κλασική Δεξιά και «Κεντροδεξιά» και ριζοσπαστική και σοσιαλδημοκρατική εκδοχή του ΠΑΣΟΚ και συνύπαρξη κινηματικής Αριστεράς με εθνικιστική Δεξιά), γίνεται προσπάθεια να φιλοτεχνηθεί μια εικόνα «κανονικότητας» που κρύβει, όμως, όχι απλώς αδυναμίες αλλά αναβρασμό. Η αυτοπεποίθηση έχει δώσει τη θέση της στη χαλάρωση, που οδηγεί σε στασιμότητα και παθητική, έστω και από θέση ισχύος, στάση, με βασικό, για μια ακόμα φορά, θύμα τις «μεταρρυθμίσεις», που τόσο έχει ανάγκη η χώρα. Χαρακτηριστικό της θεσμικής στάσης της κυβέρνησης είναι ότι βασικές επιλογές προσώπων – Πρόεδρος της Δημοκρατίας, επίτροπος στην Ευρωπαϊκή Ενωση – φαίνονται να δρομολογούνται με βάση εσωτερικούς συσχετισμούς και – άδηλα – κομματικά κέρδη και όχι με πρόταξη προσόντων, καταλληλότητας, γενικού συμφέροντος. Αλλά και στην αντιπολίτευση, οι αντιπαραθέσεις για την εξουσία είναι προσωποπαγείς, ελάχιστα πολιτικές και, στον υπό τη νέα του ηγεσία ΣΥΡΙΖΑ, αδικαιολόγητα κακεντρεχείς, με κορυφαίο παράδειγμα τη στάση έναντι ενός προσώπου όπως ο Γιάννης Δραγασάκης. Δείγματα του κλασικού σε όλη τη Μεταπολίτευση μείγματος προσπαθειών και επιφανειακότητας, κακής προτεραιοποίησης και έλλειψης τόλμης έρχονται από πολλά και διαφορετικά πεδία: το πρόγραμμα εργατικών κατοικιών έχει ατονήσει, ενώ λεφτά (σε ειδικό, υποτίθεται, λογαριασμό) υπάρχουν, η λειψυδρία αγγίζει ανενόχλητη αρκετές περιοχές της χώρας (Κρήτη, Χαλκιδική, σε λίγο και Αττική), οι ομπρέλες στις παραλίες ξηλώνονται και αμέσως ξαναστήνονται, η «ενίσχυση» των νοσοκομείων με ιδιώτες γιατρούς (άλλη μια «μεταρρύθμιση») επισήμως απέτυχε. Κάτι μάλλον δείχνει το ότι η κυβέρνηση επέλεξε να γιορτάσει τη Μεταπολίτευση συζητώντας κυρίως για τις αλλαγές των γενικών γραμματέων των υπουργείων.