Ο Τζέιµς Σ. Σκοτ, που έφυγε από τη ζωή στις 19 Ιουλίου 2024, υπήρξε ένας από τους σηµαντικότερους αµερικανούς ανθρωπολόγους και πολιτικούς επιστήµονες των τελευταίων δεκαετιών. Η ερευνητική του εργασία, συχνά επικεντρωµένη στη Νοτιοανατολική Ασία, έδωσε έµφαση στην ικανότητα των υποτελών κοινωνικών τάξεων και κοινωνικών οµάδων όχι µόνο να αντιστέκονται, αλλά και να οργανώνουν τη ζωή τους χωρίς τη µεσολάβηση κρατικών µηχανισµών. Καθόλου τυχαία το έργο του διαβάστηκε και ως συνεισφορά στη σύγχρονη αναρχική σκέψη. Η πρόσφατη έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου του «Κυριαρχία και οι τέχνες της αντίστασης», από τις εκδόσεις Ψηφίδες, σε µετάφραση του Βαγγέλη Πούλιου και προλογικό σηµείωµα του καθηγητή Αλέξανδρου Κιουπκολή επιτρέπει την επαφή µε µια σηµαντική διάσταση του έργου του.

Το ερώτημα με το οποίο αναμετριέται ο Σκοτ σε αυτό το βιβλίο είναι πώς ξεδιπλώνονται στρατηγικές και τακτικές αντίστασης των υποτελών και καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων εντός καθεστώτων αυταρχικών που όχι μόνο δεν αφήνουν περιθώρια για δημόσιες εκφράσεις αντίστασης και διαμαρτυρίας, αλλά ταυτόχρονα δείχνουν να στηρίζονται σε κάποιου είδους συναίνεση των υποτελών, τουλάχιστον σε επίπεδο δημόσιας εκφοράς λόγου. Ομως, ο Σκοτ θέλει να δώσει έμφαση σε αυτό που ορίζει ως «κρυφή μαρτυρία» σε αντιδιαστολή με τη δημόσια μαρτυρία, δηλαδή όλες τις «υπόγειες» και παράλληλες μορφές που παίρνει η έκφραση της διαμαρτυρίας, της αντίστασης και της οργής για συνθήκες ζωής που είναι εκμεταλλευτικές, καταπιεστικές και αλλοτριωτικές.

Οταν η «κρυφή μαρτυρία» γίνεται δημόσια παίρνει εκρηκτικές μορφές

«Κρυφή μαρτυρία»

Ο Σκοτ, που σε αυτό το βιβλίο στηρίζεται σε μια ιδιαίτερα εκτεταμένη εποπτεία ενός μεγάλου φάσματος ερευνών, τόσο ανθρωπολογικών όσο και ιστορικών, θεωρεί ότι κάποιες στιγμές υπάρχει η διαμαρτυρία και διεκδίκηση των υποτελών που μπορεί να εκφράζεται στη δημόσια σφαίρα ακόμη και να ενσωματώνεται στον κυρίαρχο λόγο, όμως κατά βάση αποτυπώνεται ως «κρυφή μαρτυρία», μια έντονα αντιφωνική πολιτική κουλτούρα που ξεδιπλώνεται πέρα από το βλέμμα της εξουσίας. Πλάι σε αυτά τα πεδία υπάρχει και η «πολιτική της μεταμφίεσης και της ανωνυμίας»: «Οι φήμες, το κουτσομπολιό, οι λαϊκοί μύθοι, τα ανέκδοτα, τα τραγούδια, οι τελετουργίες, οι κώδικες και οι ευφημισμοί – δηλαδή ένα μεγάλο μέρος της λαϊκής κουλτούρας των υποτελών ομάδων – εμπίπτουν σε αυτή την περιγραφή» (σ. 66).  Γι’ αυτό τον λόγο ακόμη και οι τελετουργίες υποταγής, που συχνά περιλαμβάνονται στη θεατρικότητα της επιτέλεσης των μορφών εξουσίας, μπορούν να αποτελούν εν τέλει και πεδίο για την επιτέλεση και μορφών αμφισβήτησης της εξουσίας.

Ο Σκοτ αμφισβητεί τη θέση, την οποία αποδίδει κυρίως στη μαρξιστική παράδοση, ότι η φαινομενική αδράνεια των υποτελών σε διάφορες ιστορικές περιόδους και κοινωνικοπολιτικά συγκείμενα αποτυπώνει αποδοχή και εσωτερίκευση από τη μεριά των υποτελών της κυρίαρχης ιδεολογίας με αποτέλεσμα τη δημιουργία μορφών «ψευδούς συνείδησης». Και αυτό όχι γιατί υποτιμά τις προσπάθειες εξατομίκευσης και κατακερματισμού των υποτελών, αλλά γιατί επιμένει ότι μπορεί η διαμαρτυρία και η ανοιχτή διαπάλη των υποτελών ομάδων σπάνια να παίρνουν μια πραγματικά ριζοσπαστική ιδεολογική κατεύθυνση, όμως αυτό δεν αναιρεί τη διαρκή επιτέλεση μορφών αντίστασης έστω και ως «κρυφή μαρτυρία». Ουσιαστικά, ένα ολόκληρο φάσμα από ιδεολογικές αρνήσεις, ξεκινώντας από αυτές που διατυπώνονται όταν οι υποτελείς είναι μεταξύ τους, χωρίς την άμεση παρουσία των κυρίαρχων. Αυτό εξηγεί, άλλωστε, γιατί «στην ευρωπαϊκή κουλτούρα, τόποι όπως οι μπιραρίες, οι παμπ, οι ταβέρνες, τα καπηλειά, τα καμπαρέ, τα κελάρια και τα κακόφημα μπαρ θεωρήθηκαν τόποι υπονόμευσης από τις κοσμικές αρχές και την εκκλησία» (σ. 262).

Μεταμφίεση κι ανωνυμία

Αντιμέτωπη με αυταρχικές εξουσίες, η προσπάθεια επιτέλεσης της «κρυφής μαρτυρίας» και ευρύτερα των πρακτικών αντίστασης παίρνει τη μορφή διάφορων παραλλαγών μεταμφίεσης, αλλά και διεκδίκησης ανωνυμίας, άλλωστε ορισμένες από τις πρακτικές αντίστασης παίρνουν ακριβώς τη μορφή του κουτσομπολιού ή της φημολογίας. Το ίδιο ισχύει και γι’ αυτό που ο Σκοτ περιγράφει ως «γκρίνια».

Ολα αυτά έπαιρναν και τη μορφή της εικονοποιίας ενός ανεστραμμένου κόσμου που ταυτόχρονα αποτύπωνε και φαντασιώσεις χειραφέτησης από τη μεριά των υποτελών. Αποκορύφωμα αυτών των τελετουργιών αντιστροφής το καρναβάλι και ο τρόπος που «επιτρέπει να ειπωθούν ορισμένα πράγματα, να ασκηθούν ορισμένες μορφές κοινωνικής εξουσίας που αποσιωπούνται ή καταπιέζονται έξω από την τελετουργική αυτή σφαίρα» (σ. 363). Ακολουθώντας τον Μπαχτίν, ο Σκοτ υπογραμμίζει ότι το καρναβάλι «ήταν το μόνο μέρος όπου επικρατούσε ένας ακυρίευτος λόγος, στον οποίο δεν είχαν θέση η υποτακτικότητα, οι ψεύτικες επιτηδεύσεις, η δουλοπρέπεια ή οι εθιμοτυπίες των περιφράσεων» (σ. 366). Γι’ αυτόν τον λόγο και διαφωνεί με όσους υποστηρίζουν ότι πρακτικές όπως το καρναβάλι ήταν απλώς μεθοδεύσεις των κυρίαρχων ώστε να εκτονώνεται με τρόπο ασφαλή για τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και δομές η κοινωνική δυσαρέσκεια.

Η δραστικότητα της υποπολιτικής

Ο Σκοτ επιμένει ότι αυτού του είδους η υποπολιτική, όπως επιλέγει να την ονομάσει, έχει μια πραγματική δραστικότητα: «Η κρυφή μαρτυρία δεν βρίσκεται απλώς στο παρασκήνιο μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας· επιτελείται με ένα σωρό ρεαλιστικών και χαμηλού προφίλ στρατηγημάτων σχεδιασμένων να μειώσουν την ιδιοποίηση» (σ. 391). Ως αποτέλεσμα η υποπολιτική είναι «πραγματική πολιτική. Από πολλές απόψεις διεξάγεται με περισσότερη ειλικρίνεια, έχει υψηλότερα διακυβεύματα και αντιμετωπίζει δυσμενέστερες πιθανότητες  σε σχέση με την πολιτική ζωή στις φιλελεύθερες δημοκρατίες […] συνεχώς πιέζει, δοκιμάζει και διερευνά τα όρια του επιτρεπτού. […] Και όταν οι σπάνιες αβρότητες της ανοιχτής πολιτικής ζωής περιορίζονται ή διαλύονται, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, οι στοιχειώδεις μορφές υποπολιτικής παραμένουν ως μια δεύτερη γραμμή άμυνας των αδυνάτων».