Στη σχεδόν με χαμηλωμένα μάτια ερώτηση ενός επιβάτη μέσα στο ταξί, προς τον οδηγό του, που ακούστηκε να λέει καταγγέλλοντας έναν γνωστό πολιτικό πως έχει, εκτός των άλλων περιουσιακών του στοιχείων, τριάντα άδειες για τη λειτουργία ισάριθμων ταξί, «Μα πώς το γνωρίζετε;», η απάντηση, προφερμένη χωρίς κανένα κόμπιασμα ή δισταγμό, ήταν «Για να σου το λέω εγώ, κάτι ξέρω».

Αφοριστικά, αξιωματικά, με έναν τόσο έντονο τρόπο ώστε οποιαδήποτε συνέχεια από πλευράς του επιβάτη για μια επαρκέστερη διευκρίνιση θα έμοιαζε σάμπως και ο επιβάτης να προσπαθεί να καλύψει τον καταγγελλόμενο πολιτικό για τις τριάντα άδειες ταξί, συνιστώντας για τον οδηγό – και όχι μόνο, αν το περιστατικό συνέβαινε να γίνει ευρύτερα γνωστό – μέρος ενός ευρύτατου συνόλου ανθρώπων που, αν και γνωρίζει, δεν μιλάει. Κάτι χειρότερο: ότι αποτελεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, έναν κρίκο σ’ αυτήν την τεράστια προσπάθεια – σαν μια θεόρατη αλυσίδα – συγκάλυψης που επιχειρούν σκοτεινοί κυβερνητικοί, αλλά και άλλοι κύκλοι, ώστε να παραμένουν καλά και για πάντα θαμμένα σκάνδαλα που, κατά έναν περίεργο τρόπο, αν και τα γνωρίζει ως την τελευταία τους λεπτομέρεια, ακόμα και ο σχεδόν καθόλου πληροφορημένος για οτιδήποτε κάτοικος στις εσχατιές της επικράτειας, προκαλούν όπως ένα μυστικό που μας έχει απαγορευθεί με σχεδόν φασιστικό τρόπο η εξιχνίασή του. Μέσα σ’ ένα ταξί ένας άμοιρος, σε σχέση με κοινωνικώς και πολιτικώς επιλήψιμα τεκταινόμενα, επιβάτης μεταβαλλόταν, χάρη σε, Κύριος οίδε, για ποιους εξίσου αδιευκρίνιστους, ύποπτους και σκοτεινούς τρόπους, πληροφορημένο οδηγό του, σε υπόλογο και υπεύθυνο για τη διαιώνιση μιας ανώμαλης συνθήκης.

Με αξιοπαρατήρητο το γεγονός πως όσο ελεγχόμενος μπορούσε να λογαριάζεται ένας άνθρωπος που ομολογούσε την αδυναμία του να γνωρίζει το τι και το πώς για ένα, αν πραγματικά υφίστατο, αξιοκατάκριτο περιστατικό άλλο τόσο υπεράνω πάσης υποψίας μπορούσε να θεωρείται εκείνος που το περιέφερε ανεξακρίβωτο και ατεκμηρίωτο ανά τας οδούς και τας ρύμας. «Μα καλά, τόσο βάρος και τόση σημασία δίνετε σε μια κουβέντα ενός οδηγού ταξί που θα μπορούσε να μην την έχει πει, ή να μην την έχετε ακούσει;», θα αναρωτηθεί καλοπροαίρετα ακόμη και ο υποψιασμένος αναγνώστης. Λάθος. Τα πράγματα του κόσμου θα είχαν ασφαλώς εξελιχθεί πολύ καλύτερα σε περίπτωση που οι ισχυροί της γης είχαν παύσει να λογαριάζουν πως μονάχα ανάμεσά τους υπάρχει η ευχέρεια να εγκαλεί ο ένας τον άλλον (για παράδειγμα ο Μπάιντεν τον Πούτιν) και αισθάνονταν πως στον ίδιο βαθμό μπορεί να τους εγκαλεί ένα «ανώνυμο», σκληρά ωστόσο δοκιμαζόμενο άτομο κυρίως λόγω των πολέμων όπου το έχουν εμπλέξει αυτοί ακριβώς οι ισχυροί της γης. Η αποκατάσταση μιας φαινομενικά ανώδυνης ανωμαλίας, όπως το να «επιβάλλεσαι» στον ιδιωτικό χώρο με εξακριβωμένη μια ανεξέλεγκτη πληροφορία, θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις ώστε ο δημόσιος χώρος να υπόκειται σε κάποιους εξ υπαρχής απαραβίαστους κανόνες, όπως να μπορεί να καταγγελθεί η παράταση μιας απάνθρωπα συνομολογημένης συνθήκης, με την προοπτική μάλιστα της ουσιαστικής ανατροπής αντί για φόβο να προκαλεί ελπίδα.

«Για να σου το λέω εγώ, κάτι ξέρω», δεν έπαυε να αντηχεί στα αφτιά του επιβάτη του ταξί ακόμη και όταν το είχε εγκαταλείψει. Αυτοελεγχόμενος γιατί άραγε πήρε μέσα του τέτοιες διαστάσεις μια κουβέντα που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα μειδίαμα ή μια διάθεση σαρκαστική, κατέληξε πως ήταν γιατί την αισθάνθηκε ως τη «σύνοψη» μιας αέναα επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας που στοιχειωμένη με φήμες, ανακρίβειες, δήθεν αποκαλύψεις, συγκροτεί τελικά ένα αδιαπέραστο τοίχος ώστε οποιαδήποτε επίλυση των καταγγελλόμενων πραγματικών προβλημάτων να καθίσταται ανέφικτη. Οταν ο καθένας – ανάμεσά τους και ο οδηγός του ταξί – αισθάνεται την ανάγκη να μεταβάλλεται σε ένα Διαδίκτυο, ώστε να μην υπάρχει ούτε δευτερόλεπτο ανάπαυλας σε σχέση με τα διοχετευόμενα ακούραστα και ακατάπαυστα fake news, τότε δεν είναι η αλήθεια που υπονομεύεται, είναι η ίδια η ζωή που ναρκοθετείται ως τις εσώτατες πλέον εκφάνσεις της.