Η δουλειά της είναι αινιγματική και πολυδιάστατη με έντονες κοινωνικές και πολιτιστικές αναφορές. Χρησιμοποιεί τη γλυπτική, ζωγραφικά σχέδια, φιλμ και δημιουργεί εγκαταστάσεις που αντιμετωπίζουν τον χώρο όχι απλά σαν ένα περιβάλλον, αλλά ως φιλοσοφική ολότητα. Ενα από τα πρωταρχικά της υλικά είναι το βελούδο, με το οποίο συχνά αντικαθιστά τον ζωγραφικό καμβά και του προσδίδει ανάγλυφα χαρακτηριστικά. Τα – συχνά μεγάλου μεγέθους – έργα της εμπλέκουν οικογενειακές μνήμες και πολιτιστικές αναφορές για να θίξουν ζητήματα εξουσίας, κυριαρχικής επιβολής, τις έννοιες της ζωής και του θανάτου.
Η Μάρω Μιχαλακάκου διαβάζει λογοτεχνία και σκέφτεται τέχνη. Γι’ αυτό και στο βιβλίο της Ράκελ Κάρσον «Σιωπηλή άνοιξη» στάθηκε στο σημείο που γίνεται αναφορά στους ήχους των πτηνών που δεν ακούμε πια επειδή έχουν εξαφανιστεί και σε άλλους που μπορεί να χαθούν στο μέλλον. Πρόκειται για τις «Φωνές της άνοιξης» από όπου με τον επιμελητή Αποστόλη Αρτινό έδωσαν τον τίτλο της οικογενειακής έκθεσης «Φωνές μιας άνοιξης». Με την ίδια να απλώνει αρχές καλοκαιριού μια ριζωματική εγκατάσταση από πράσινο βελούδο και μια παλιά καρέκλα σε ένα διαμέρισμα των Εξαρχείων επιχειρώντας να συνδέσει τους πίνακες ζωγραφικής του πατέρα της Μιχαήλ Μιχαλακάκου και μια ταινία μικρού μήκους της κόρης της Σεμέλης Σαφού με θέμα τη καθημερινή ζωή στο σπίτι του παππού της Μιχαήλ και της γιαγιάς της Ευαγγελίας.
Λίγες μέρες αργότερα έστησε δύο γιγάντια πόδια ενός αιλουροειδούς κι ενός μυθικού γρύπα από μαύρο βελούδο και γαμψά νύχια από μπρούντζο στο σχολείο της Υδρας συμμετέχοντας στην ομαδική έκθεση του Δημήτρη Αντωνίτση «Οκτώ γυναίκες». Ηδη είχε ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη στα μέσα του περασμένου χειμώνα για να εγκαταστήσει στον χώρο του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ ένα από τα μεγάλης κλίμακας έργα της.
Ποια είναι η αφετηρία της καλλιτεχνικής σου διαδρομής;
Γεννήθηκα στην Αθήνα και σαν παιδί περνούσα άπειρες ώρες στο μαγαζί των γονιών μου, στο παλαιοπωλείο. Μου άρεσε πολύ να πηγαίνω με τον πατέρα μου όταν έκανε εκτιμήσεις έργων ή αντικειμένων και αυτό συνήθως γινόταν σε σπίτια παιδιών που οι γονείς τους είχαν πεθάνει και έπρεπε να αδειάσουν το σπίτι. Τότε λοιπόν έμπαινα μέσα και θα έλεγε κανείς ότι από τον τρόπο που κινούνταν οι άνθρωποι μέσα στο χώρο ή από το πώς ήταν τα έπιπλα τοποθετημένα, από το αν μπορούσαν να αποχωριστούν κάποια αντικείμενα με ευκολία, μπορούσε κανείς να καταλάβει τις δυναμικές της οικογένειας. Αυτό -χωρίς τότε να το συνειδητοποιώ – με μάγευε και ήθελα να πηγαίνω μαζί του και αργότερα, όταν μεγάλωσα.
Στη συνέχεια, όταν τελείωσα το λύκειο, πέρασα Διοίκηση Επιχειρήσεων στα ΤΕΙ, αλλά έφυγα γρήγορα. Δεν έβρισκα τίποτα ενδιαφέρον και συχνά έπαιζαν ξύλο για τα πολιτικά. Οπότε έδωσα εξετάσεις και έφυγα για τη Γαλλία, για την ανώτατη σχολή πλαστικών τεχνών Cergy Pontoise. Ηταν μια σχολή που είχε ανοίξει εκείνο τον καιρό από τον υπουργό Πολιτισμού Ζακ Λανγκ ανανεώνοντας τις σπουδές καλών τεχνών. Ακόμη και σήμερα θεωρείται ανατρεπτική σχολή. Εκατσα έξι χρόνια. Αλλά είχα βάλει στο μυαλό μου ότι έπρεπε με κάποιον τρόπο να καταφέρω να έχω λόγο να επιστρέφω στο Παρίσι, όχι μόνο για να βλέπω τους φίλους που πλέον είχα αποκτήσει εκεί. Είχα σκεφτεί ότι έπρεπε να ξεκινήσω κάποια συνεργασία για να μη φύγω ποτέ από εκεί. Για εμένα το Παρίσι ήταν ένα μεγάλο ξύπνημα. Ηταν σαν να βρήκα τον εαυτό μου. Οταν μιλούσα γαλλικά ήταν σαν να ήμουν κάποια άλλη. Ημουν αυτή που θα ήθελα να είμαι.
Αυτό σε βοηθάει η γλώσσα να το νιώθεις και να το αποκτάς ή ο τόπος;
Πιστεύω ότι τότε με βοηθούσε το βλέμμα των άλλων. Και σίγουρα η γλώσσα, γιατί υπήρχε μια απόσταση από τη δική μου γλώσσα, άρα όλα υπήρχαν σε μια μετάφραση, δίνοντας τη δυνατότητα να είμαι αυτό που θα ήθελα να είμαι.
Ετσι ξεκινάω το 1996 την πρώτη μου συνεργασία με γκαλερί και κάνω την πρώτη μου ατομική στο Παρίσι. Τα πράγματα πήγαν καλά, διατηρώ τη συνεργασία μου για χρόνια με την Γκαλερί Πατρισιά Ντορφμάν, αρχίζω τα πηγαινέλα Παρίσι – Αθήνα, το 1997 γεννιέται η κόρη μου και το 1998 κάνω την πρώτη ατομική στην Ελλάδα, στην Ιλεάνα Τούντα. Η Ιλεάνα με άφηνε να κάνω ό,τι τρέλα ήθελα. Και το περίεργο ήταν ότι όποτε έκανα έργο την πιο τρελή μου φαντασία, αυτό είχε και εμπορική επιτυχία. Ενώ αν επιχειρούσα να κάνω έργα μικρής κλίμακας με το σκεπτικό ότι θα πουλήσουν, δεν γινόταν τίποτα.
Αρα είσαι της μεγάλης χειρονομίας.
Δώσε μου χώρο και θα τον πάρω. Βέβαια, θα σεβαστώ τον χώρο του άλλου.
Μιλάς για τις ομαδικές εκθέσεις;
Οχι μόνο για τις ομαδικές, μιλάω και για τη ζωή. Ομως εννοώ ότι θα σεβαστώ και την αρχιτεκτονική του χώρου. Θέλω με το έργο μου να κάνω πάντα κάτι σε αλληλεπίδραση με τον χώρο που θα δοθεί, μελετώντας την ιστορία του και νιώθοντας τη δυναμική του. Με αυτή την έννοια μου αρέσει η μεγάλη εγκατάσταση, για να μπαίνει ο κόσμος μέσα. Να μπαίνει μέσα στην κοιλιά του έργου.
Και η σχέση σου με το ύφασμα πώς ξεκίνησε;
Οταν πήγα στην Καλών Τεχνών είχα το όνειρο να γίνω ζωγράφος. Αλλά αυτό άρχισε να με πνίγει και να νιώθω ότι μπορώ να ζωγραφίζω το ίδιο τελάρο μέχρι να πεθάνω. Ενιωθα τη ζωγραφική ως μια διαδικασία χωρίς τέλος και αυτό μου δημιουργούσε μεγάλο άγχος. Καθώς βρίσκομαι στο αδιέξοδο του ζωγραφικού έργου, έχω μεγάλη επιθυμία να δημιουργήσω κάτι με μπορντό βελούδο χωρίς να ξέρω γιατί. Αγοράζω λοιπόν τρία μέτρα και το κρεμάω στο εργαστήριο. Και το κοίταζα… Και κάθε δεκαπέντε μέρες έρχονταν οι καθηγητές για να συζητήσεις μαζί τους το έργο σου. Αυτό ήταν αρκετά δύσκολο γιατί ο καθένας είχε άλλη γνώμη, αλλά και γιατί ως διαδικασία σε έφερνε αντιμέτωπο με τον εαυτό σου. Είχα λοιπόν μια καλή επικοινωνία με την καθηγήτριά μου Κλερ Ροντανκό, η οποία ήρθε στο εργαστήριό μου, της έδειξα το βελούδο και της είπα ότι το μόνο βέβαιο ήταν ότι δεν θέλω να το ζωγραφίσω.
Πλησιάζω λοιπόν προς το βελούδο, το χαϊδεύω, λέω «έχει τρίχες και σκέφτομαι να το ξυρίσω». Και έτσι ξεκίνησα. Πήρα ένα ξυραφάκι Bic, μετά δοκίμασα με κοπίδι, αλλά δεν με ικανοποιούσε το αποτέλεσμα. Κατέφυγα στα χειρουργικά εργαλεία που μου έδωσε ο σύζυγός μου, τα κοχλιάρια, με τα οποία αφαιρώ το πέλος και βγαίνει πια ο υφαντικός ιστός που συγκρατεί τις τρίχες του βελούδου. Το ότι το ίδιο το υλικό με υποχρέωνε να σταματήσω και το έβλεπα ως συμβολικό τέλος με ηρεμούσε. Και μόνο η δράση αυτή, να ξυρίζω το ύφασμα, μου ήταν αρκετή. Η πρώτη φορά που έπεσε κάτω το κόκκινο χνούδι στο εργαστήριό μου στη Γαλλία υπήρχε κατά τύχη ένα λευκό χαρτί. Καθώς το χνούδι πέφτει στο δάπεδο ένιωσα κάτι πάρα πολύ έντονο: βλέπω κάτω το χνούδι και βλέπω αίμα. Αλλά και αυτόν τον απειροελάχιστο χρόνο από τη στιγμή που ξυρίζεται μέχρι να πέσει κάτω, αθόρυβα σαν αέρας, σαν τίποτα. Μαζεύω λοιπόν αυτά τα χνούδια και τα βάζω σε σακούλα. Και από τότε κάθε φορά που ξύριζα, χωρίς να ξέρω το γιατί, μαζεύω τα χνούδια για χρόνια. Και κάθε φορά που μετακόμιζα από χώρα σε χώρα, από σπίτι σε σπίτι, μετέφερα και τις σακούλες αυτές.
Εχει κάτι ποιητικό αυτή η ασυνήθιστη συσσώρευση από ίχνη ύλης.
Αυτά ήταν που χρησιμοποίησα για να γίνει η πρώτη μεγάλη εγκατάσταση στον χώρο της Ιλεάνας Τούντα. Μετά τη δείξαμε με τον οργανισμό Νέον στο Ωδείο τo 2012. Και τώρα εκτίθεται στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη, ως έργο από τη Συλλογή Δημήτρη Δασκαλόπουλου, που τμήμα της δώρισε σε μουσεία του εξωτερικού. Είναι το «Oh! Happy Days», εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Σάμιουελ Μπέκετ και το ποίημα «Oh les beaux jours» του Πολ Βερλέν. Στο έργο του Μπέκετ, η Γουίνι θάβεται σιγά σιγά στο χώμα που την καταπίνει και εκείνη, εξαιρετικά προσαρμοστική και δυνατή, συνεχίζει να φλυαρεί μέχρι το τέλος, ρουφώντας την τελευταία «ανάσα» ζωής. Στις δικές μου ευτυχισμένες μέρες, όμως, δεν υπάρχει η Γουίνι. Ο κύριος χαρακτήρας είναι ο χρόνος που μετριέται από το συσσωρευμένο χνούδι. Σχηματίζει δύο βουνά, τα οποία συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία με τη σκόνη που κατακάθεται. Δύο βουνά φτιαγμένα από χρόνο.