Είναι άφτιαχτο. Ενα σπίτι χαμηλό, με εξωτερικούς τοίχους γεμάτο ρωγμές στη μέση του νησιωτικού οικισμού. Από εκείνα τα ταπεινά και ασβεστωμένα που η λιτότητα κατασκευής τους κάποτε θάμπωνε τα μάτια των ξένων μοντερνιστών αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών που είχαν επισκεφτεί τις Κυκλάδες της δεκαετίας του ’30, ανακαλύπτοντας στα παιχνιδίσματα του νερού και του φωτός στις επιφάνειες των γυμνών κυβόσχημων λευκών όγκων των σπιτιών το νόημα του μοντέρνου τρόπου ζωής.
Ισως να είναι το τελευταίο σπίτι πάνω στον κεντρικό δρόμο του οικισμού της χώρας του νησιού που δεν ανακαινίστηκε, δεν αποκαταστάθηκε. Είναι αστόλιστο και απεριποίητο, φτιαγμένο από έναν μάστορα που φαίνεται ότι έβγαινε από μέσα του μία αγάπη για μικρά ξύλινα τετράγωνα παράθυρα και παραλληλόγραμμα σκαλοπάτια. Από την πρόσοψή του απουσιάζουν τα εύσημα μιας αρχιτεκτονικής υπογραφής που αν ξεχώριζε θα αποκαθιστούσε στα μάτια γειτόνων και επισκεπτών αυτό το θαμπωμένο κόσμημα. Σπίτι μικρό, χωρίς βάθος, μία μικρή πόρτα στο ισόγειο και ένα παράθυρο. Μικρά, στενά τα σκαλοπάτια του, τοσοδούλα η χτιστή σκάλα του, κομψή, σαν αμήχανη δεσποινίδα που τακτοποιεί τις πιέτες της φούστας της. Τρία παράθυρα στον πάνω όροφο και ένας εξώστης-μπαλκόνι με μια ανεμοδαρμένη τέντα, σαν αυτοσχέδιο ιστίο σε σχεδία ναυαγού. Και οι τοίχοι μοιάζουν τώρα με δέρμα εγκαυματία σε προχωρημένη σήψη από πληγές ανοιχτές που χαίουν φαιό και υπόλευκο υγρό. Γιατί έτσι μεταχειρίστηκε ο καιρός την ώχρα και τον ασβέστη που άλλοτε ήταν βαμμένοι.
Το τελευταίο παρακατιανό σπίτι του νησιού, φαντάζει στοιχειωμένο, σαν αυτά στα λαϊκά παραμύθια, από δαιμόνια, πνεύματα βασανισμένα, ψυχές πληγωμένες. Μόνο του μέσα σε μια γειτονιά που εξοικονόμησε μια κάποια σύγχρονη αξιοπρέπεια και ονειρεύεται ότι θα προφτάσει τον χαμένο χρόνο. Το σπίτι μοιάζει σήμερα σαν ρημαγμένο κουκλόσπιτο. Επαψε όμως να αντέχει τα βλέμματα των άλλων που περνάνε από μπροστά του και αποστρέφουν αλλού τα μάτια τους. Για να μη δουν τους ενοίκους του που τους θυμίζουν το κοινό παρελθόν τους.