Oσο γερνούσε, έλεγε, ονειρευόταν και πιο συχνά τους πεθαμένους της. Μια νύχτα ήρθε κι η γιαγιά της. Ητανε άνω κάτω οι μέρες της, και σε μια νύχτα έπρεπε να τη χωρέσει, λέει, εκεί που έμενε, και πώς την είχε αφήσει έτσι, πόσα χρόνια. Δεν είχε αγωνία όμως το όνειρο. Μόνο χαρά. Τα όνειρα που έχουν σπίτια και μετακομίσεις, έλεγε, είναι συμφιλίωση. Κάτι βόλευε και ξαναβόλευε εκεί μέσα. Τα όνειρα με τη γιαγιά της, μια φορά στις τόσες, ήταν αναλγητικά. Ερχόταν και τα έβαζε όλα στη θέση της.
«Το ποίημα είναι τα χαμένα όνειρα των ανθρώπων, αυτά που βλέπουν όλη νύχτα, κάθε νύχτα, κι όμως δεν μπορούν να τα θυμηθούν το πρωί», είχε πει τον Δεκέμβριο του 1996 σε μια συνέντευξή της στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Και για να το καταλάβει ο αναγνώστης, «οι γνώσεις είναι περιττές. Μάγια χρειάζονται. Οταν υπάρχει ο ένας που θα θέλει να καθρεφτιστεί, αυτός και μόνο φτάνει για να κάνει τον καθρέφτη μαγικό».
«Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε γεια, καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κορυφές, τ’ ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες μιας απύθμενης υπνολαλίας, κι όπως λιοντάρι στα στενά δε χόρτασε, το συννεφάκι αυτό τους σημαδεύει, την κόψη ανάβοντας, το ανάστημα, μελαχρινό, το βλέμμα πού ήταν». (Μ’ένα στεφάνι φως, ΚΕΔΡΟΣ, 1989). Τι ποιήτρια ήταν!
Η μετάφραση του «Φύλακα στη σίκαλη» ήταν έπος. Και η δεύτερη μετάφραση, εκείνη με τον «πιάστη» για την οποία άκουσε τα σχολιανά της, έπος ήταν. Χειριζόταν με αριστουργηματικό τρόπο τόσο τα ελληνικά όσο και τις ξένες γλώσσες, με πρώτα τα αγγλικά. Σε μια μετάφραση για τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, είχα πέσει σ’ ένα διάσημο ποίημα του Απολινέρ, το «Le Guetteur mélancolique», που δεν τολμούσα να αποδώσω ο ίδιος στα ελληνικά, ούτε όμως μου άρεσαν οι μεταφράσεις που κυκλοφορούσαν. Ζήτησα τη βοήθειά της. Μην κολλάς στις λέξεις, μου είπε. Το «guetteur», που σημαίνει «αυτός που παρακολουθεί», θα το πούμε «ίσκιος». Το «j’observe», αντί «παρατηρώ», θα το βάλουμε «παραφυλάω». Να το δίστιχο: «Κι εσύ καρδιά μου – τι χτυπάς; / σαν ίσκιος μελαγχολικός παραφυλάω / τον θάνατο, τη νύχτα». Τι μεταφράστρια ήταν!
Το πρώτο της βιβλίο, τα «Διόδια» (1971), έλεγε πως το χρωστούσε στους ποιητές που είχε αγαπήσει από τα τετράδια με ξένα ποιήματα που είχε αντιγράψει κρυφά από την Επιθεώρηση της Τέχνης. Ηθελε να ερωτεύεται όπως ο Πατρίκιος, να ανάβει κόκκινες φωτιές σαν τον Λειβαδίτη, να πλέει μαζί με τον Σαχτούρη σε κατακόκκινα νερά και τ’ απογεύματα, την πιο δύσκολη ώρα της ημέρας, ήθελε μια θλίψη σαν του Αναγνωστάκη. Αυτοί, έλεγε, την έκαναν αμετανόητη αριστερή, ρομαντική οπαδό, που μέσα από τους ξένους στίχους βρέθηκε στα καλά καθούμενα να έχει καταβολές, προπάτορες, και την καρδιά σ’ ένα κομμάτι της Αριστεράς. Τι παθιασμένη γυναίκα ήταν!
Πού ακούστηκε η Τζένη να πεθαίνει.