Η δικαιοσύνη δεν πρέπει να επηρεάζεται στη λήψη των αποφάσεών της από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» δεν μπορεί να υπαγορεύει μια αθώωση ούτε να καθορίζει την αυστηρότητα μιας καταδίκης. Από την άλλη πλευρά, η δικαιοσύνη δεν μπορεί και να αδιαφορεί για τις προσδοκίες που έχει η κοινωνία από την έκβαση μιας έρευνας, μιας προκαταρκτικής εξέτασης ή μιας δίκης. Αν αθωώνονταν οι Χρυσαυγίτες, οι πολίτες δεν θα πίστευαν ότι έγινε παρεξήγηση και ότι οι κατηγορούμενοι είναι τελικά καλά και άγια παιδιά, αλλά ότι το δικαστήριο είτε δεν θέλησε είτε δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει επαρκώς την ενοχή τους.
Ούτε τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων που δείχνουν ότι τουλάχιστον επτά στους δέκα πολίτες δεν έχουν εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη θα πρέπει να οδηγήσουν την τελευταία να εκδίδει «δημοφιλείς» αποφάσεις. Με αυτή τη λογική, θα έπρεπε και οι δημοσιογράφοι (στους οποίους οι πολίτες έχουν ακόμη μικρότερη εμπιστοσύνη) να γράφουμε ό,τι πιστεύει ή θέλει η πλειοψηφία. Αυτό δεν απαλλάσσει όμως τόσο τους δικαστές όσο και τους δημοσιογράφους από την υποχρέωση να προβληματιστούν για τους λόγους που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης. Μήπως, εκτός από την επάρκειά τους, αμφισβητείται και η ανεξαρτησία τους; Μήπως θεωρούνται, δικαίως ή αδίκως, υποχείρια της εκάστοτε κυβέρνησης ή, ακριβέστερα, εξουσίας;
Στην περιβόητη υπόθεση των υποκλοπών, υπάρχουν τόσο πολλές σκιές, που είναι πολύ δύσκολο να πειστεί κανείς ότι τα συμπεράσματα της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι πράγματι «αναντίλεκτα». Πρώτα αλλάζει η σύνθεση της ΑΔΑΕ ώστε να μην πραγματοποιηθεί η συνεδρίαση που θα απέδιδε ευθύνες στην ΕΥΠ. Υστερα αφαιρείται η δικογραφία από τους εισαγγελείς και διαβιβάζεται η έρευνα στον Αρειο Πάγο. Eκείνος δεν καλεί τους βασικούς μάρτυρες. Και λίγες ημέρες μετά τη δημοσιοποίηση ενός λεπτομερούς ρεπορτάζ που δείχνει εξωφρενικές χρονικές συμπτώσεις στην παρακολούθηση τουλάχιστον 28 ατόμων τόσο από την ΕΥΠ όσο και από το Predator, υποστηρίζεται επισήμως από την εισαγγελέα, με βάση ένα «απολύτως εμπεριστατωμένο πόρισμα», ότι δεν υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσά τους, κανένα κοινό κέντρο, κανείς συντονισμός.
Στην ίδια ανακοίνωση αναφέρεται ότι για όσα άτομα αποφασίστηκε η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, «τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από τον νόμο», ο οποίος «δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας». Πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο. Αυτό δεν απαντά όμως στο ερώτημα γιατί έπεσαν θύματα παρακολούθησης για μεγάλο χρονικό διάστημα, και συχνά τόσο με εισαγγελική εντολή όσο και με παράνομα λογισμικά, συγκεκριμένοι υπουργοί, πολιτικοί αρχηγοί, αξιωματικοί του στρατού ή δημοσιογράφοι.
Και το ερώτημα αυτό δεν το θέτουν μόνο τα κόμματα της αντιπολίτευσης, προς τα οποία απευθύνθηκε απαξιωτικά ο Αδωνις Γεωργιάδης απαιτώντας να ζητήσουν συγγνώμη από τον Γρηγόρη Δημητριάδη. Τίθεται από μόνο του, με βάση την κοινή λογική. Και εκκρεμεί.