Παρότι κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ούτως ή άλλως στην κοινωνία είναι εμπεδωμένη η αντίληψη ότι «μας ακούνε», εννοώντας ότι στην πράξη το απόρρητο των επικοινωνιών καταστρατηγείται διαρκώς, ιδίως από τη στιγμή που έχουν εξελιχθεί ιδιαίτερα οι τεχνικές δυνατότητες καταγραφής, εντούτοις υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στη «διάχυτη αίσθηση» και την τυπική επικύρωση ότι αυτό μπορεί να γίνεται από δρώντες εντός ή γύρω από το κράτος αλλά οι εμπλεκόμενοι να τυγχάνουν της ουσιαστικής ασυλίας που μπορεί να προσφέρει μια απόφαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ότι η υπόθεση θα μπει στο αρχείο, παραβλέποντας τον τεράστιο όγκο στοιχείων που δείχνουν ότι κάθε άλλο παρά «ιδιωτική υπόθεση» ήταν το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Ο συνδυασμός ανάμεσα στη νομιμοποίηση του θεσμικά πρωτοφανούς γεγονότος να παρακολουθεί η ΕΥΠ με «νόμιμες επισυνδέσεις» υπουργούς, στελέχη της διοίκησης, τον οικονομικό εισαγγελέα, ανώτατους αξιωματικούς και πολιτικούς, και την άρνηση να εξεταστούν όλες οι πραγματικές συνδέσεις ανάμεσα σε αυτές τις παρακολουθήσεις και τη χρήση παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού, που αποτελεί τον πυρήνα της σχετικής απόφασης, προφανώς και δεν αποτελεί την απόδειξη ότι όλα «καλώς έγιναν», όπως αμήχανα γίνεται προσπάθεια να περάσει στην κοινή γνώμη. Πολύ περισσότερο, παραπέμπει στην άρρητη – αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο σαφή – υπογράμμιση ότι η κρατική αυθαιρεσία περιλαμβάνει και την κρατική αυτοπροστασία. Μόνο που αυτή η εκδοχή κυνικού raison d’etat δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί επιτέλεση αρχών του κράτους δικαίου.
Προφανώς και σε ένα έδαφος όπου η κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στην πολιτική γενικότερα μεταφράζεται και σε μια δυσπιστία απέναντι σε ένα ευρύτερο φάσμα θεσμών, που θεωρούνται εκ προοιμίου χειραγωγημένοι, τέτοιες εξελίξεις μπορεί να μην έχουν τον ίδιο αντίκτυπο που μπορεί στο παρελθόν να είχαν τέτοια «ζητήματα δημοκρατίας», ιδίως όταν απουσιάζουν και πολιτικές προτάσεις που να συνδέουν πειστικά το αίτημα της δημοκρατίας με αυτό της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ομως αυτό κάθε άλλο παρά μειώνει το βάθος του τραύματος.