Τους τελευταίους μήνες, η κινεζική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα αποτέλεσε μείζον θέμα συζήτησης – και πηγή διαμάχης – μεταξύ των οικονομολόγων και των υπευθύνων χάραξης πολιτικής σε όλο τον κόσμο. Αν και αυτές οι ανησυχίες δεν είναι εντελώς αβάσιμες, είναι υπερβολικές και επιλύσιμες.

Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες η Κίνα έχει μετατραπεί από οικονομία που χαρακτηρίζεται από ελλείψεις σε οικονομία της αγοράς που ταλαντεύεται μεταξύ ανεπαρκούς συνολικής ζήτησης και υπερθέρμανσης. Η κυβέρνησή της συχνά προσπάθησε να εξαλείψει την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, όποτε αυτή προέκυπτε. Το 2003, για παράδειγμα, μια καταστολή της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στη βιομηχανία χάλυβα οδήγησε στο κλείσιμο πολλών χαλυβουργείων.

Καθώς τα προηγούμενα χρόνια η δημοσιονομική και νομισματική αυστηροποίηση μείωσε τη συνολική ζήτηση, εμφανίστηκε μια νέα αναντιστοιχία και η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα αυξήθηκε σε πολλούς κλάδους, όπως χάλυβας, αυτοκίνητα, τσιμέντο, αλουμίνιο, φυτοφάρμακα, φωτοβολταϊκά και γυαλί.

Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν, αλλά μπορούμε να λάβουμε υπόψη τα διδάγματά του για να επιτύχουμε ένα καλύτερο μέλλον. Στην περίπτωση της Κίνας, αυτό σημαίνει εφαρμογή μιας πιο επεκτατικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής σήμερα. Αυτό θα συμβάλει στη μείωση της «πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας» σε μακροοικονομικό επίπεδο, ενώ θα δημιουργούσε περισσότερο χώρο για την εξάλειψη της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας – μια διαδικασία κατά την οποία η κυβέρνηση της Κίνας θα πρέπει να επιτρέψει στην αγορά να παίξει αποφασιστικό ρόλο.

Ολα αυτά θα βοηθούσαν πολύ στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου της Κίνας. Αν και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τις χώρες να εισαγάγουν προστατευτικές εμπορικές πολιτικές στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας», όπως έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες για παράδειγμα, η Κίνα πρέπει να διασφαλίσει ότι τηρεί όλους τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Σε αυτό το μέτωπο, η 3η Ολομέλεια της 20ής Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του μήνα, ήταν ενθαρρυντική. Οπως σημειώθηκε στο ανακοινωθέν της συνάντησης, η Κίνα σχεδιάζει να «ενισχύει την ικανότητα [της] να ανοίγει» τη δική της οικονομία στον έξω κόσμο. Ενθαρρύνονται «νέοι μοχλοί του εξωτερικού εμπορίου». Και θα αναπτυχθούν, μέσω της διευρυμένης συνεργασίας με άλλες χώρες, «νέοι θεσμοί» για τη στήριξη μιας ανοιχτής παγκόσμιας οικονομίας. Εφόσον όλα τα μέρη δεσμεύονται για αμοιβαία επωφελή – και αμοιβαία σεβαστή – δέσμευση, καμία εμπορική διαφορά δεν είναι άλυτη.

Ο Γιου Γιονγκντίνγκ είναι πρώην πρόεδρος της China Society of World Economics and director στο Institute of World Economics and Politics στην Chinese Academy of Social Sciences. Διετέλεσε μέλος στην Επιτροπή Χάραξης Νομισματικής Πολιτικής στη Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας από το 2004 έως το 2006