Τη σημαντική μείωση των μαθητών στα σχολεία διαπιστώνει μελέτη της Alpha Bank, η οποία, σε μελέτη που έδωσε σήμερα (31/7) στη δημοσιότητα, παρουσιάζει την ακτινογραφία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης στη χώρα μας, στο πλαίσιο της σειράς μελετών «Sectors in focus» που έχει καθιερώσει η τράπεζα.
Η μελέτη αναλύει βασικές πτυχές του τρόπου λειτουργίας και τα στατιστικά στοιχεία όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, αναδεικνύει τις δημογραφικές τάσεις ανά βαθμίδα, δίνοντας έμφαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, παρουσιάζει πρόσφατες μεταρρυθμίσεις και αναλύει τη δαπάνη και τη χρηματοδότηση του κλάδου.
Επίσης, πραγματοποιεί μια συνοπτική περιγραφή του εκπαιδευτικού υποβάθρου και των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και παραθέτει προτάσεις πολιτικής, για να αντιμετωπισθούν οι προκλήσεις και να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες για ένα πιο λειτουργικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Τι δαπανά το κράτος για τη δημόσια παιδεία
Όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων, η κύρια πηγή χρηματοδότησης της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι ο κρατικός προϋπολογισμός.
Οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση κατανέμονται ως εξής: 8% κατευθύνεται στην προσχολική εκπαίδευση, 36% στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, 36% στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (19% στο γυμνάσιο και 17% στο λύκειο) και 20% στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (2019).
Επίσης, 2,3 δισ. ευρώ του προϋπολογισμού του τρίτου πυλώνα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) προορίζονται για εκπαιδευτικούς σκοπούς, μεταξύ άλλων για την επαγγελματική εκπαίδευση, αλλά και την ανάπτυξη δεξιοτήτων.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη της Alpha Bank, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αξιοσημείωτη είναι η μείωση που καταγράφεται στον αριθμό των εγγεγραμμένων μαθητών κατά τη χρονική περίοδο 2017-2022. Αυτή η πτώση μπορεί να αποδοθεί σε δημογραφικές εξελίξεις, με την οικονομική κρίση του 2009 να παίζει καταλυτικό ρόλο.
Η κρίση, σε συνδυασμό με παράγοντες όπως το brain drain, οι μειούμενοι ρυθμοί γεννήσεων από το 2009 και μετά, αλλά και η μετανάστευση μαθητών, δημιούργησε αλυσιδωτές επιδράσεις που συνέβαλαν στη μείωση του αριθμού των εγγεγραμμένων μαθητών.
Τριτοβάθμια: Εισακτέοι, απόφοιτοι και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις
Στην Ελλάδα, η μεταδευτεροβάθμια μη τριτοβάθμια εκπαίδευση παρέχει επαγγελματική εκπαίδευση μετά το λύκειο χωρίς την απονομή πανεπιστημιακού πτυχίου και προσφέρεται από τα δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ και τα κολλέγια. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση περιλαμβάνει 24 κρατικά πανεπιστήμια (εκ των οποίων δύο πολυτεχνεία), τα οποία προσφέρουν προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές.
Τα πρώην Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ) απορροφήθηκαν τα τελευταία χρόνια από υπάρχοντα πανεπιστημιακά ιδρύματα, ενώ κάποια από αυτά σχημάτισαν νέα πανεπιστήμια. Μεταξύ άλλων, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση περιλαμβάνονται και μη πανεπιστημιακές σχολές, όπως είναι οι Στρατιωτικές Ακαδημίες, οι Σχολές Τουριστικών Επαγγελμάτων και οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, περιγράφεται στη μελέτη.
Και επισημαίνει πως οι εισακτέοι φοιτητές στα ελληνικά πανεπιστήμια μειώθηκαν κατά 17% το 2022 σε σύγκριση με το 2021.
Οι εισακτέοι φοιτητές στα ελληνικά πανεπιστήμια μειώθηκαν κατά 17% το 2022 σε σύγκριση με το 2021, με την επίδραση του lockdown για την αντιμετώπιση του κορoνοϊού να συμβάλλει στη μείωση αυτή.
Λίγο πάνω από τους μισούς εισακτέους προπτυχιακούς φοιτητές, οι οποίοι έφθασαν τους 66.500 το 2022, είναι γυναίκες (55%), με το 45% εξ αυτών να είναι άντρες, ενώ σε μεταπτυχιακό επίπεδο (Master’s), ο αριθμός των γυναικών υπεριδπλασιάστηκε, με τις διδακτορικές σπουδές να έχουν σχεδόν ίση εκπροσώπηση των δύο φύλων.
Ένας στους τέσσερις φοιτητές αποφοιτά από 25 μέχρι 29 ετών
Οι εγγεγραμμένοι φοιτητές στα ελληνικά πανεπιστήμια, δηλαδή όσοι παραμένουν στο πανεπιστήμιο μέχρι να αποφοιτήσουν και υπερβαίνουν συνολικά τις 872.000, αυξήθηκαν κατά 33% το 2022 έναντι του 2013. Οι εγγεγραμμένοι φοιτητές στο προπτυχιακό επίπεδο και στα διδακτορικά προγράμματα εκπροσωπούνται από άνδρες (52%) και γυναίκες (48%) σχεδόν ισόποσα. Αντίθετα, στο επίπεδο Master’s οι γυναίκες έχουν υπερδιπλασιαστεί την ίδια περίοδο, αντιπροσωπεύοντας το 62% των μεταπτυχιακών φοιτητών.
Σχετικά με την ηλικιακή τους διάρθρωση, οι περισσότεροι φοιτητές παίρνουν το πτυχίο τους μέχρι τα 24 έτη (62%), με το ποσοστό των γυναικών αποφοίτων να είναι μεγαλύτερο (68%) από αυτό των αντρών (53%).
Ένας στους τέσσερις αποφοιτά από 25 μέχρι 29 ετών, με το συνολικό ποσοστό των αποφοίτων μέχρι 29 ετών στην Ελλάδα (86%) να είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο της ΕΕ-27 (81%) το 2022. Ωστόσο, στην Ελλάδα εξακολουθεί να υπάρχει το φαινόμενο των «αιωνίων φοιτητών», με έναν στους τέσσερις εγγεγραμμένους φοιτητές που δεν αποφοιτούν να είναι άνω των 35 ετών. Αυτό το ζήτημα αναμένεται να ρυθμιστεί με σχετική νομοθεσία από το 2024.
Επιπρόσθετα, από το 2025 πρόκειται να εφαρμοστεί η πρόσφατη μεταρρύθμιση για την ίδρυση και λειτουργία μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων που συνδέονται απευθείας με το μητρικό τους ίδρυμα, ιδιωτικό ή δημόσιο, το οποίο βρίσκεται σε χώρα της ΕΕ ή εκτός αυτής.
Η επιτυχία ωστόσο της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης, η οποία έχει εγείρει κριτική, εξαρτάται από τον τρόπο εφαρμογής της, τους απαιτούμενους κανονισμούς, τον έλεγχο και την επίβλεψη που θα διασφαλίσουν την ποιότητα σπουδών και την πρόσβαση σε αυτά τα πανεπιστήμια, χωρίς να διακυβεύεται η λειτουργία των κρατικών πανεπιστημίων, υπογραμμίζεται.
Δεξιότητες, ευκαιρίες και προτάσεις ενίσχυσης του εκπαιδευτικού συστήματος
Σε σχέση με το μορφωτικό του επίπεδο, το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας ηλικίας 15-64 ετών έχει παρόμοια κατανομή με αυτή του μέσου όρου της ΕΕ-27. Επίσης, τα τελευταία χρόνια καταγράφεται σταθερή αύξηση του ποσοστού των ατόμων που είναι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς από το 2002 έως το 2022, το ποσοστό των πτυχιούχων στο εργατικό δυναμικό 15-64 ετών διπλασιάστηκε, φθάνοντας στο 30,5%, στα ίδια δηλαδή επίπεδα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ειδικότερα, μεταξύ των νεότερων ατόμων ηλικίας 25-34 ετών του εργατικού δυναμικού, το ποσοστό των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης φθάνει το 45% (2022), ελαφρώς υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (42%).
Η Ελλάδα, αναφέρεται στη μελέτη, χαρακτηρίζεται ωστόσο από αναντιστοιχίες ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δεύτερη υψηλότερη θέση στην ΕΕ-27 σε όρους πλεονάσματος δεξιοτήτων (overqualification), και στην τέταρτη υψηλότερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ ηγείται επίσης αυτών ως προς την αναντιστοιχία της θέσης εργασίας και του αντικείμενου των σπουδών (field-of-study mismatch) (2019). Οι δείκτες του CEDEFOP αποκαλύπτουν επίσης ότι το ποσοστό πλεονάσματος δεξιοτήτων μεταξύ των νέων πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-34 ετών στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27.
Εκσυγχρονισμός και ευθυγράμμιση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας
Η μη ευθυγραμμισμένη αυτή σχέση προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων ενέχει τον κίνδυνο αφενός να μην αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι δαπάνες της εκπαίδευσης, αφετέρου τα πιο καταρτισμένα άτομα σε θέσεις που απαιτούν χαμηλότερες δεξιότητες να λαμβάνουν χαμηλότερους μισθούς και μικρότερη ικανοποίηση από την εργασία τους, καθώς οι δυνατότητές τους δεν αξιοποιούνται πλήρως και δεν αποζημιώνονται επαρκώς.
Ωστόσο στις μαθητικές επιδόσεις της αξιολόγησης PISA του ΟΟΣΑ η Ελλάδα υπολείπεται σταθερά του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, υποδηλώνοντας ένα λιγότερο ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα για τους μαθητές των πρώτων βαθμίδων εκπαίδευσης.
Οι προκλήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος της Ελλάδας, εκτιμούν οι αναλυτές της Alpha bank, περιλαμβάνουν την ανάγκη για εκσυγχρονισμό και ευθυγράμμιση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ίση πρόσβαση για όλους στην εκπαίδευση, να προωθηθούν η καινοτομία και η ψηφιακή ενσωμάτωση, και να ευαισθητοποιηθούν περιβαλλοντικά τα παιδιά στα σχολεία.
Επίσης, είναι κρίσιμο να αντιμετωπιστούν οι αιτίες της ανεργίας των νέων με ενεργές πολιτικές για την αγορά εργασίας, να ενισχυθεί η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, να προωθηθεί η υγιής επιχειρηματικότητα μεταξύ των νέων και να ενθαρρυνθεί η συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και αγοράς εργασίας.