Προτού τελειώσω το Γυμνάσιο είχα διαβάσει το χιουμοριστικό βιβλίο «Εύρηκα» (Γαλαξίας, 1971), που αναφερόταν στη μεταπολεμική ψωροκώσταινα, του ούγγρου συγγραφέα Γκιόργκι Μικές (1912-1987).

Ηταν ένας ξένος που μάλλον αδυνατούσε να κατανοήσει την ψίχα της νεοελληνικής παράδοσης, όπως κι άλλοι επιφανείς σαν τον Λε Κορμπιζιέ ή περιηγητές φιλέλληνες που γράφανε για τον ρυπαρό καλόγερο στον Αθω, το αττικό φως και τις διάσπαρτες αρχαιότητες.

Η έννοια της παράδοσης είναι απερινόητη για τον δυτικό νεωτερικό άνθρωπο, ακόμη και για τους σπουδαγμένους Νεοέλληνες, με μάστερ και διδακτορικά· την αντιλαμβάνονται ως λαογραφία και φολκλόρ.

Ο Μικές, λοιπόν, εξαίρει τη φιλοξενία των τότε Ελλήνων και απορεί με την παντελή άγνοιά τους για τον τουρισμό.

Λίγα χρόνια μετά λέγανε ότι θα γινόμασταν τα γκαρσόνια της Ευρώπης, και έπρεπε μάλιστα να το διεκδικήσουμε και να το καταφέρουμε.

Το επίτευγμά μας είναι ότι πολλοί Ελληνες ασχολούνται επιτυχώς, όπως τεκμαίρεται, παρέχοντας υπηρεσίες στον τουρισμό και αδιαφορώντας για το κόστος αυτής της υποχρεωτικής προσαρμογής μας στις απαιτήσεις των ξενόφερτων ή ντόπιων αναζητητών της θερινής ευδαιμονίας.

Τούτο οφείλεται αποκλειστικά στην επιδίωξη του κέρδους· να βγάλει κανείς σε μια σεζόν όσα χρειάζεται για τους μήνες που θα κάθεται, σαν την ατάκα του αείμνηστου Μίμη Φωτόπουλου.

Τους υπόλοιπους Νεοέλληνες τον χειμώνα μάς αλέθει η ερπυστριοφόρος καθημερινότητα και είμαστε εγκλωβισμένοι στους λογαριασμούς του ρεύματος, του σουπερμάρκετ, του φροντιστηρίου των παιδιών, της επιβίωσής μας.

Το καλοκαίρι όμως, επειδή το περιμένουμε αδημονώντας να ξενοιάσουμε, σαν επαρχιώτες χίπστερ χωρίς σαφείς αξίες και συγκρότηση εαυτού, μεταλλασσόμαστε σε ευρυμαθείς μαγκίτες με άποψη περί παντός· αυτό επιφέρει συγκρούσεις μεταξύ μας και αποξένωση.

Κοντολογίς, το καλοκαίρι βλάπτει σοβαρά την ευγένεια, την ανοχή, τον πολιτισμό και την ανθρώπινη  συνύπαρξη. Ιδίως μετά την περίοδο εγκλεισμού λόγω πανδημίας, έχουμε εντείνει τη διάθεσή μας για διακοπές… έστω περιορισμένης διάρκειας.

Οταν ζούσα στην επαρχία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, είχα δυσάρεστες εμπειρίες με διάφορους γρόθους. Σε αυτοκινητόδρομο ένας μελανοχίτων βοσκαράς στο Ρέθυμνο και μια άλλη φορά ένας αρρενωπός ταξιτζής στη Σητεία μού έβγαλαν πιστόλι.

Σε συνέδριο στο Κολυμπάρι Χανίων περί το μέλλον του πολιτισμού αναφέρθηκα στη δολοφονία των πανεπιστημιακών Ξανθόπουλου και Πνευματικού και στο διάλειμμα με περικύκλωσαν και με κόλλησαν κυριολεκτικά στον τοίχο καμιά δεκαπενταριά θιγμένοι λεβέντες λόγιοι, δήθεν πως τούτα τα λόγια δεν πρέπει να λέγονται.

Σε ένα συνέδριο του ΤΕΕ/ΤΑΚ στο Ηράκλειο για το καταστροφικό μέλλον του τουρισμού στη νησιωτική Ελλάδα, καλή ώρα στη Θήρα, ο προεδρεύων τεχνοκράτης με διέκοψε πρόωρα, καθώς αναφερόμουν στο κρίσιμο θέμα της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης και της πολιτισμικής προσαρμογής που υφίστανται αργόσυρτα και ανεπαίσθητα οι τοπικές κουλτούρες λόγω των πολλαπλάσιων αφίξεων σε ετήσια βάση, όπως μετράνε την αύξηση του τουρισμού· δεν υπήρχαν αρκετοί θερμοηλεκτρικοί σταθμοί για να παραγάγουν ρεύμα, το νερό δεν περίσσευε και κοβόταν.

Τα πανηγύρια στα χωριά γίνονταν πολύβουο τσίρκο με πλαστικές καρέκλες, πλαστικά ποτήρια και πιάτα· λύρες, βιόλες και νταούλια ενισχύονταν ηλεκτρικά, ώσπου γίνονταν αισθητικά αφόρητα, και εν τέλει ιδρωμένοι κουμπουροφόροι με γυαλισμένα μάτια τράβαγαν μπαλοθιές στον αέρα και πότε πότε σκότωναν κωμικοτραγικά κάποιον συνδαιτυμόνα ή ανυποψίαστο διερχόμενο τουρίστα.

Δυστυχώς όλα αυτά εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν το ελληνικό θέρος.

Αν εξευγενιστούν οι απανταχού αγροίκοι ιθαγενείς συμπολίτες μας, δεν θα χάσουμε κάτι από το ρίγος που προκαλούν ως ατραξιόν στους ξένους.

Αν αποκτήσουμε καλούς επαγγελματικούς τρόπους για όλους τους πελάτες ή συνεργάτες μας, θα αναβαθμίσουμε την κοινή ζωή και τη συνύπαρξή μας όλη τη χρονιά. Αν πάψουμε να κάνουμε καραγκιοζιλίκια χορεύοντας ζορμπάδες, ευδοκίες και συρτάκια, θα είμαστε σαφώς πιο αξιοσέβαστοι.

Και αν περιοριστούμε στο θεμιτό κέρδος χωρίς υπερχρεώσεις στις παροχές μας, θα ξεπεζέψουμε από την αισχρότητα και τη χυδαιότητα πατώντας ακριβώς πάνω στις διαστάσεις που έχει το ξεβράκωτο φυσικό μπόι μας, όχι η αλαζονική… γκανγκστερική σκιά μας.

Ο Κώστας Θεολόγου είναι διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου στο ΕΜΠ