Οργανωμένο δίκτυο παράνομων παρακολουθήσεων ή έστω απόπειρας να τεθούν υπό παρακολούθηση, μέσω του κακόβουλου λογισμικού predator υπουργοί, υψηλόβαθμοι κρατικοί αξιωματούχοι, αρχηγός πολιτικού κόμματος (N. Ανδρουλάκης), ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, ανώτατος εισαγγελέας και δημοσιογράφοι καταγράφεται στο πολυσέλιδο – αριθμεί 286 σελίδες – πόρισμα του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση. Την ίδια ώρα η ΕΥΠ (σύμφωνα πάντα με το πόρισμα) δεν είχε καμία γνώση για τις παράνομες παρακολουθήσεις και (πάντα σύμφωνα με το ίδιο πόρισμα) ο τότε γενικός γραμματέας του Πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, δεν ήξερε τίποτα, δεν είχε ακούσει τίποτα και δεν είχε καμία ενημέρωση για τις «νόμιμες παρακολουθήσεις». Πάντα σύμφωνα με το ίδιο πόρισμα.
Εννοείται ότι το περιεχόμενό του έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις σε πολιτικό επίπεδο από σύσσωμη την αντιπολίτευση, ενώ νομικοί, που έχουν γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας, εξακολουθούν να θέτουν μία σειρά από ερωτήματα που, όπως λένε, δεν απαντήθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, αν και διήρκεσε συνολικά περισσότερα από δύο χρόνια. Από την ανάγνωση του πορίσματος εστιάζουν μεταξύ άλλων σε τρία σημεία, που κατά την άποψή τους, ενισχύουν τις αρχικές εκτιμήσεις ότι δεν ερευνήθηκε σε βάθος η συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία πέρα από τις όποιες ποινικές διαστάσεις αγγίζει και τον πυρήνα της λειτουργίας του κράτους δικαίου. Συγκεκριμένα επισημαίνουν:
Πώς είναι δυνατόν, ενώ με βάση τα στοιχεία της πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε λίγο πριν πέσει η αυλαία της ποινικής έρευνας εκδόθηκαν χιλιάδες εισαγγελικές διατάξεις άρσης απορρήτου κορυφαίων προσώπων της πολιτικής σκηνής, της στρατιωτικής ηγεσίας και της Δικαιοσύνης, εν τούτοις ο διοικητής της ΕΥΠ ή κάποιος άλλος να μην ενημέρωσε ουδέποτε τον πολιτικό υπεύθυνο της Υπηρεσίας για καμία από τις νόμιμες παρακολουθήσεις που είχαν αποφασιστεί για λόγους εθνικής ασφαλείας;
Πώς είναι δυνατόν ο εισαγγελέας, χωρίς να έχει καλέσει και εξετάσει ως μάρτυρες το σύνολο των προσώπων που είχαν δεχθεί το «μολυσμένο» μήνυμα στο κινητό τους (τα στοιχεία των οποίων προκύπτουν από το πόρισμα της Αρχής Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), να δέχεται ότι η πράξη της παραβίασης του απορρήτου τελέστηκε μόνο εις βάρος δύο από αυτούς, που άνοιξαν τον «ύποπτο» σύνδεσμο και για τους υπόλοιπους να θεωρεί ότι η αξιόποινη πράξη έμεινε στο στάδιο της απόπειρας; Μήπως με αυτό τον τρόπο περιορίζεται ο κύκλος των αδικημάτων και μένει χαμηλά ο «πήχης» της τελικής αξιολόγησης της πράξης;
Είναι δυνατόν συγκεκριμένοι επιχειρηματίες να λειτούργησαν μόνοι τους; Και με ποια κριτήρια επέλεξαν συγκεκριμένα πρόσωπα για να τα θέσουν υπό καθεστώς παράνομης παρακολούθησης; Αναζητήθηκαν άραγε πιθανοί ηθικοί αυτουργοί; Και εν τέλει οι άνθρωποι αυτοί, ακόμα και αν έδρασαν μόνοι τους, με ποιον τρόπο αξιοποίησαν και προς ποια άραγε κατεύθυνση τις πληροφορίες που συγκέντρωσαν; Αρκεί κανείς να αναλογιστεί τα πρόσωπα με θέσεις ευθύνης που επιβεβαιωμένα πλέον ανήκαν στον κύκλο των παρακολουθουμένων για διαπιστώσει την ιδιαίτερη σοβαρότητα της υπόθεσης, ενώ πολλοί εκφράζουν την απορία γιατί δεν ελέγχθηκε το αδίκημα της κατασκοπείας, αφού στο στόχαστρό τους είχε μπει ακόμα και ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ.
Καμία ευθύνη στην ΕΥΠ
Από την πλευρά του, πάντως, ο εισαγγελέας στο πολυσέλιδο πόρισμά του δεν αποδίδει καμία ευθύνη στην ΕΥΠ. Επίσης ευθύνες δεν αποδίδει και σε πρόσωπα που είχαν καταμηνυθεί για τις υποκλοπές, μεταξύ των οποίων ο τότε διοικητής της Παναγιώτης Κοντολέων και ο τότε γενικός διευθυντής του γραφείου του Πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, αλλά και η τότε εισαγγελέας αρμόδια για θέματα ΕΥΠ Βασιλική Βλάχου, που είχε προσυπογράψει και ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας για χιλιάδες παρακολουθήσεις, θέτοντας για όλα τα προαναφερόμενα πρόσωπα τη δικογραφία στο αρχείο.
Ειδικότερα για τον τότε διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα στο πόρισμα αναφέρεται ότι δεν είχε γνώση παράνομων παρακολουθήσεων, το ίδιο και για τον Γρηγόρη Δημητριάδη, για τον οποίο αναφέρεται ότι ουδέποτε είχε σχετική ενημέρωση ούτε οποιαδήποτε γνώση.
Σε ό,τι αφορά την εισαγγελέα Βασιλική Βλάχου γίνεται επίκληση και του ελέγχου που υποβλήθηκε από τα αρμόδια όργανα Επιθεώρησης του Αρείου Πάγου χωρίς να της αποδοθεί καμία απολύτως πειθαρχική ευθύνη.
Ο ανώτατος εισαγγελέας στο πόρισμά του κάνει ιδιαίτερη αναφορά στον φυσικό έλεγχο που διενεργήθηκε στο σύνολο των 545 συμβάσεων της ΕΥΠ, αφού προηγουμένως έγινε ταυτοποίηση των όσων περιέχονται ως εγγραφές στο «Βιβλίο Συμβάσεων» με τις αντίστοιχες συμβάσεις που κατά σειρά (αύξοντα αριθμό) περιέχονται στο «Εντυπο Αρχείο», και όπως αναφέρει δεν διαπιστώθηκε η κατάρτιση συμβάσεως, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, μεταξύ της ΕΥΠ και των εταιρειών που φέρονται να έχουν σχέση με το κακόβουλο λογισμικό Predator.
Αντίθετα, διαπιστώθηκε ότι η ΕΥΠ, στις 14/6/2021, συνήψε σύμβαση, που αφορά την «Προμήθεια Σύγχρονου Συστήματος Νόμιμης Επισύνδεσης», με σκοπό την κάλυψη των αναγκών της, η οποία έχει ελεγχθεί, όπως απαιτεί ο νόμος και από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Από την πλευρά τους οι παρακολουθούμενοι, οι οποίοι από την αρχή είχαν προσφύγει στη Δικαιοσύνη, μελετούν προσεκτικά όλα τα στοιχεία της δικογραφίας, και πέραν των όποιων κινήσεων βρίσκονται σε εξέλιξη σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, ετοιμάζουν και εκείνοι τα δικά τους «όπλα», με σκοπό να κινηθούν θεσμικά για την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης προσφεύγοντας και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η πραγματογνωμοσύνη που… εξαφάνισε το κοινό κέντρο παρακολούθησης
Το πόρισμα των πραγματογνωμόνων, που έχουν ήδη αναδείξει «ΤΑ ΝΕΑ», και το οποίο στηρίζεται σε ένα γενικευμένο «μαθηματικό μοντέλο» για να κόψουν κάθε γέφυρα μεταξύ ΕΥΠ και Predator, επικαλείται στο πόρισμά του ο εισαγγελέας Αχιλλέας Ζήσης για να θεμελιώσει το σκεπτικό του ότι δεν υπήρχε κοινό κέντρο παρακολούθησης.
Κατά τον εισαγγελικό λειτουργό η δικαστική πραγματογνωμοσύνη «δεν αφήνει περιθώρια περί του αντιθέτου, αφού ξεκάθαρα δεν προκύπτει κανένας συσχετισμός μεταξύ των διατάξεων άρσης του απορρήτου και των φερόμενων επιμολύνσεων καθώς οι επιμολύνσεις ή απόπειρες επιμολύνσεων, αφορούν μόνο ένα έλασσον ποσοστό αυτών δηλαδή (24%), οι δε συνολικές διατάξεις (έναρξης, παράτασης, παύσης) περί άρσης του απορρήτου που έχουν εκδοθεί, αριθμούν δεκαπέντε χιλιάδες τριακόσιες τέσσερις (15.304) και συνεπώς δεν είναι διόλου απίθανη η απόπειρα στοχοθέτησης και διενέργειας κακόβουλων επιθέσεων σε μικρό δείγμα αυτών.
Παράλληλα, δέχονται ότι όλες οι διατάξεις (έναρξης, παράτασης, παύσης) περί άρσης του απορρήτου που είχαν εκδοθεί για τα 28 πρόσωπα που ήταν «διπλοί στόχοι» με επιμόλυνση ή απόπειρα επιμόλυνσης δεν αφορούν παρά ένα μόνο ελάχιστο δείγμα μόλις ~1% του συνόλου των διατάξεων. Και υπό αυτό το πρίσμα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν προκύπτει κάποιο μοτίβο, επαναλαμβανόμενης χρονικής αλληλουχίας ενεργειών, μεταξύ των διατάξεων άρσης και των ενδεχόμενων επιμολύνσεων ή αποπειρών επιμόλυνσης, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συσχέτιση των δύο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από το πόρισμα, ο ανώτατος εισαγγελέας θέτει υπό αμφισβήτηση τις διαλαμβανόμενες καταγγελίες σε μήνυση για την ύπαρξη τεχνικού εξοπλισμού του Predator στις εγκαταστάσεις της Αγίας Παρασκευής στο ΚΕΤΥΑΚ που φέρεται να διαχειριζόταν επιχειρησιακή μονάδα 7-8 αποσπασμένων αστυνομικών καθώς, όπως αναφέρει, αυτές έρχονται σε προφανή αντίθεση με το υπόλοιπο υλικό της δικογραφίας (μάρτυρες και δημόσια έγγραφα και δη το σύνολο των ελεγκτικών μηχανισμών) και δεν διασταυρώνονται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο.