Στο κρασί, βρίσκουμε την αλήθεια, έλεγε ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, αλλά στη μπύρα βρίσκουμε την απόδειξη ότι ο θεός μας θέλει χαρούμενους, πίστευε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος. Και πιο πρόσφατα, οι Ιρλανδοί είναι πεπεισμένοι πως ότι δεν μπορεί να θεραπεύσει το ουίσκι, είναι ανίατο. Έχει να απαντήσει η επιστήμη τίποτα;

Νέα έρευνα, στην οποία συμμετέχουν Έλληνες ακαδημαϊκοί και δημοσιεύτηκε στο Journal of Economic Psychology, ακαδημαϊκό περιοδικό για  οικονομικά της συμπεριφοράς, σκαλίζει τη σχέση που έχουν οι άνθρωποι με το αλκοόλ και πως αυτή διαμορφώνεται από τα συναισθήματά, την ηλικία και την κατάστασή μας.

Οι Έφη Βασιλείου, Λάρα Ανιόλι, Στιβ Τσάρτερς και Νικόλαος Γεωργαντζής, αφού χρησιμοποιήσαν έναν μεγάλο όγκο δεδομένων από ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα Ιταλών, εντόπισαν σημαντικές επιπτώσεις των συναισθημάτων στην κατανάλωση κρασιού, μπύρας και οινοπνευματωδών ποτών, πχ ουίσκι, που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους.

Συγκεκριμένα, η κατανάλωση κρασιού και μπύρας είναι πιο πιθανό να καταναλωθεί μετά από θετικά συναισθήματα, ενώ τα οινοπνευματώδη ποτά, όπως το ουίσκι, είναι πιο πιθανό να καταναλωθούν μετά από περιόδους αρνητικών συναισθημάτων.

Μόνο οι άνδρες αυξάνουν την κατανάλωση μπύρας και κρασιού όταν διακατέχονται από θετικά συναισθήματα.

Ο συσχετισμός κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών και αρνητικών συναισθημάτων αφορά τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες, λένε οι επιστήμονες, επισημαίνοντας ότι η ηλικία παίζει ρόλο στην επίδραση των συναισθημάτων στην κατανάλωση αλκοόλ.

Οι ηλικιωμένοι καταναλωτές καταναλώνουν περισσότερο από όλα τα είδη αλκοόλ, ενώ οι νεότεροι και μεσήλικες καταναλωτές πίνουν λιγότερο από όλα τα είδη αλκοόλ όταν κατακλύζονται από θετικά συναισθήματα.

Οι ερευνητές επιχείρησαν να αποτυπώσουν όλα τα διαφορετικά συναισθήματα πάνω στον άξονα θετικά-αρνητικά αποτυπώνοντας έτσι, επαρκώς ότι μπορεί να αισθάνονται οι πότες.

Δεδομένου ότι τα συναισθήματα καθορίζονται από τα ατομικά χαρακτηριστικών, αυτά μεσολαβούν στην επίδραση των κοινωνικο-δημογραφικών στοιχείων στην επιλογή του τύπου αλκοόλ.

Αναλύοντας την κατανάλωση κρασιού, μπύρας και οινοπνευματωδών ποτών μέσα από το πρίσμα των κοινωνικοδημογραφικών χαρακτηριστικών, η έρευνα υπογραμμίζει ότι οι περισσότεροι πότες οινοπνευματωδών ποτών είναι άνδρες, κάτι βέβαια που δεν αιφνιδιάζει..

Για την μπύρα, και ειδικά για το κρασί, ο πληθυσμός των πότηδων είναι πιο μοιρασμένος ως προς το φύλο, ακόμη και αν είναι πάντα «ανδρικός».

Τα άτομα με λιγότερη εκπαίδευση καταναλώνουν περισσότερο κρασί και μπύρα.

Οι ελεύθερες και οι εργένηδες πίνουν περισσότερο οινοπνευματώδη ποτά, ενώ οι παντρεμένοι περισσότερο κρασί.

Μόνο το 1/10 των ανέργων πίνουν οποιοδήποτε από τα τρία είδη ποτών, ενώ όσοι εργάζονται είναι πιο πιθανό να πίνουν οινοπνευματώδη ποτά και όσοι δεν ανήκουν στο εργατικό δυναμικό προτιμούν να πίνουν κρασί.

Εντοπίζεται επίσης μια άμεση επίδραση των ατομικών χαρακτηριστικών -ιδιαίτερα της ηλικίας και του φύλου- στην επιλογή τύπου αλκοόλ.

Όταν αναλύονται άμεσα τα συναισθήματα και οι συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ, εμφανίζονται παρόμοια μοτίβα. Ειδικότερα, ανάμεσα στους λάτρεις κρασιού, το 46,1% των ανθρώπων αισθάνονταν πάντα ή σχεδόν πάντα ήρεμοι τις προηγούμενες τέσσερις εβδομάδες και παρόμοιο ποσοστό εμφανίστηκε για την μπύρα και τα οινοπνευματώδη.

Οι άνθρωποι που νιώθουν απογοήτευση, άγχος και κακή διάθεση πίνουν λιγότερο από όλα τα είδη αλκοόλ, ενώ η ευτυχία δεν δείχνει σαφή επίδραση στην κατανάλωση αλκοόλ και η επίδραση είναι πολύ παρόμοια στα τρία αλκοολούχα ποτά που αναλύθηκαν.

Έτσι, οι επιστήμονες αναφέρουν ότι τα συναισθήματα δεν έχουν διαφορετικό αντίκτυπο στην κατανάλωση κρασιού, μπύρας και οινοπνευματωδών ποτών.