Σήμερα έχω γενέθλια. Είμαι οκτώ χρόνια μεγαλύτερος από τη Μεταπολίτευση. Απέχω σαράντα τέσσερα χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεκαεφτά από τη μάχη του Γράμμου. Με ταχτάρισαν βρέφος άνθρωποι που είχαν γεννηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Το Διαδίκτυο, η κινητή τηλεφωνία, η παγκοσμιοποίηση, η κλιματική αλλαγή αποτελούσαν κατά την πρώτη μου νεότητα άγνωστες έννοιες. Εγχρωμη τηλεόραση πρωτοείδα στα δεκατρία μου. Ιμέιλ έστειλα στα τριάντα μου. Από πολλές απόψεις είμαι αρχαίος, ένα απολίθωμα της αναλογικής, της προ-ψηφιακής εποχής. Εχω μπροστά μου, ωστόσο, σύμφωνα με τις στατιστικές, είκοσι δύο ακόμα χρόνια ζωής.

Κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες εκπλησσόμαστε από το πόσο πιο ηλικιωμένοι έμοιαζαν οι πενηντάρηδες και οι εξηντάρηδες μια – δυο γενιές πίσω. Ευθυνόταν άραγε το ντύσιμό τους, το καθωσπρέπει ύφος τους στον φακό ή οι ταλαιπωρίες που είχαν υποστεί μεγαλώνοντας στην Κατοχή και στον Εμφύλιο; Η πολιτική τους ένταξη είχε τη σφραγίδα του αίματος. Λαχταρούσαν, από την άλλη, να επουλώσουν τις πληγές, να αφήσουν πίσω τα παλιά, να ξεφύγουν από τη φτώχεια κι από τους κλειστούς ορίζοντες. Η Ελλάδα που γνώρισα ως παιδί αναπτυσσόταν, μεταμορφωνόταν ραγδαία. Το αύριο φάνταζε πάντα καλύτερο από το χθες. Στάθηκαν κατά βάθος οι γονείς μας τυχερότεροι από εμάς. Οσοι ιδίως έφυγαν από τη ζωή πριν από τη χρεοκοπία του 2010.

Στα είκοσι πέντε σου, αρχίζουν κάποιοι να σου απευθύνονται στον πληθυντικό. Μετά τα πενήντα πέντε σού ζητάνε συμβουλές. Σέβονται, υπολογίζουν την πείρα σου. Προσωπικά δεν διστάζω να τους ενημερώσω ότι ο περισσότερος κόσμος ήταν ανέκαθεν το ίδιο αψίκορος, το ίδιο μωροθαύμαστος, εξίσου πρόθυμος να εξαπατηθεί, να πιαστεί κορόιδο από τους επαγγελματίες διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Ετσι και είχες μαγνητοφωνήσει συζητήσεις σε οικογενειακά τραπέζια και σε καφενεία της δεκαετίας του ’80 και τις έπαιζες σήμερα, θα εκπλησσόσουν με το μέγεθος των ανοησιών που ξεστομίζονταν. Οι άνθρωποι δικαιολογούνταν ίσως τότε εξαιτίας της έλλειψης επαρκούς πληροφόρησης. Η υπερπληροφόρηση των ημερών μας προξενεί ακόμα χειρότερη σύγχυση.

Ολα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν; Από πολλές απόψεις, ναι. Κάθε εποχή έχει τα καθάρματα και τους αγίους της. Τους κυνικούς και τις ευγενικές ψυχές. Εκείνους που φροντίζουν να τη βγάζουν πάντα καθαρή κι αναρριχώνται γλείφοντας και έρποντας και τους άλλους που τα δίνουν όλα σε έναν έρωτα, σε ένα γλέντι, σε ένα ιδανικό το οποίο υπερβαίνει τη φθαρτότητά τους. Κάθε εποχή δημιουργεί τις δικές της εικόνες, τραγούδια, θαύματα. Και τις δικές της τραγωδίες.

Εμείς αλλάζουμε μεγαλώνοντας.

Εάν έχουμε καθηλωθεί ψυχικά στις ατυχίες, στις αποτυχίες, στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας, καταντάμε πικρόχολοι. Χαιρέκακοι. Γκρινιάρηδες. Ετοιμοι να κουνήσουμε το δάκτυλο. Εξιδανικεύουμε το παρελθόν και καυτηριάζουμε τον ξεπεσμό των νεότερων. Τους κατηγορούμε ότι διάγουν κολλημένοι σε οθόνες, σε αντίθεση με εμάς που ρουφούσαμε – δήθεν – τη ζωή ως το μεδούλι.

Εάν αντιθέτως νιώθουμε χορτάτοι – διατηρώντας συνάμα την όρεξή μας, πρόθυμοι να χυθούμε σε καινούργιες περιπέτειες –, το βλέμμα γίνεται ολοένα και πιο τρυφερό. Πιο επιεικές. Μαθαίνουμε να συγχωρούμε, να σχετικοποιούμε, να γυρίζουμε σελίδα. Προοδεύουμε στην τέχνη της αγάπης.

Θα ήθελα να ξυπνήσω είκοσι ετών; Εννοείται. Δεν ξέρω όμως τι θα πρόσφερα στον Διάβολο ως αντάλλαγμα. Θα παζάρευα σκληρά μαζί του την κάθε μου ανάμνηση, το κάθε δικό μου πρόσωπο που – κι ας έχει πεθάνει – παραμένει ολοζώντανο στην καρδιά μου. Δεν θα δεχόμουν να ξεχάσω τίποτα και κανέναν. Προφανώς δεν θα συμφωνούσαμε.

Κάθε χρόνο, στις τρεις Αυγούστου, ξαναδιαβάζω το πιο παλιό σωζόμενο τραγούδι.  Κάποιος Σείκιλος από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το χάραξε το 200 μ.Χ. στον τάφο μιας αγαπημένης του γυναίκας: «Οσο ζης φαίνου, μήδεν όλως συ λύπου. Προς ολίγον εστί το ζην, το τέλος ο χρόνος απαιτεί».

Κι όπως εξαίσια το μετάφρασε ο Σωτήρης Κακίσης: «Γέλα και γλέντα όσο ζεις, η λύπη με σε παίρνει. Γιατί είναι λίγη η ζωή κι ο χρόνος την τελειώνει».