Συνολικά επτά αεροπλάνα – δύο από τις ΗΠΑ, από ένα από τη Γερμανία, την Πολωνία, τη Σλοβενία, τη Νορβηγία και τη Ρωσία – συνέκλιναν την Πέμπτη σε ένα αεροδρόμιο της Αγκυρας. Από κοινού, δρομολόγησαν τη μεγαλύτερη και πιο περίπλοκη ανταλλαγή κρατουμένων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Δέκα άτομα μεταφέρθηκαν στη Ρωσία, 12 στη Γερμανία και τέσσερα στις ΗΠΑ. Οπως δήλωσε χαρακτηριστικά η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, «αθώοι πολίτες της ΕΕ και των ΗΠΑ και ακέραιοι ρώσοι δημοκράτες που κρατούνταν αιχμάλωτοι στη Ρωσία» ανταλλάχθηκαν «με καταδικασμένους εγκληματίες και δολοφόνους». Το αποτέλεσμα πολύμηνων μυστικών συνομιλιών ανάμεσα σε αρχηγούς κρατών, διπλωμάτες και σκιώδεις αξιωματούχους ασφαλείας.

Σύμφωνα με τους «Financial Times», όλα ξεκίνησαν από μία τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα στον Τζο Μπάιντεν και τον Ολαφ Σολτς τον Ιανουάριο. Η αμερικανική ομάδα που εργαζόταν για την απελευθέρωση του δημοσιογράφου της «Wall Street Journal», Ιβαν Γκέρσκοβιτς, του πρώην πεζοναύτη Πολ Γουίλαν, της ρωσοαμερικανίδας δημοσιογράφου Αλσού Κουρμάσεβα, καθώς και του ρώσου αντιφρονούντα Βλαντίμιρ Κάρα-Μούρζα, που έχει οικογένεια και άδεια διαμονής στις ΗΠΑ, είχε συνειδητοποιήσει ότι μια συμφωνία για την απελευθέρωσή τους θα γινόταν πραγματικότητα μόνο αν μπορούσαν να πείσουν τον γερμανό καγκελάριο να απελευθερώσει τον Βαντίμ Κρασίκοφ, έναν ρώσο καταδικασμένο σε ισόβια για τη δολοφονία ενός τσετσένου αντιφρονούντα σε πάρκο του Βερολίνου το 2019.

Ο Κρασίκοφ δεν είναι συνηθισμένος εγκληματίας, είναι άνθρωπος του Πούτιν, ο οποίος ζητούσε επί χρόνια την απελευθέρωσή του. Η Γερμανία απέφευγε επί μακρόν την ιδέα να τον συμπεριλάβει σε οποιαδήποτε συμφωνία ανταλλαγής κρατουμένων λόγω της σοβαρότητας του εγκλήματός του, όμως στην επικοινωνία του με τον Σολτς, ο Μπάιντεν του ζήτησε ακριβώς αυτό. «Για σένα, θα το κάνω», φέρεται να του είπε ο γερμανός καγκελάριος, στη διάρκεια επίσκεψης του στην Ουάσιγκτον στις 9 Φεβρουαρίου. Ο αμερικανός πρόεδρος στράφηκε τότε στον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας του, Τζέικ Σάλιβαν, και του είπε «προχωρήστε το».

Το αρχικό σχέδιο συμπεριλάμβανε στην ανταλλαγή τον Αλεξέι Ναβάλνι. Ο υπ’ αριθμόν 1 αντίπαλος του Πούτιν, ο οποίος κρατούνταν σε βάναυσες συνθήκες σε σωφρονιστική αποικία της Σιβηρίας, είχε ιδιαίτερο δεσμό με τη Γερμανία: εκεί είχε αναρρώσει το 2020, όταν δηλητηριάστηκε με νευροπαραλυτικό παράγοντα. Ομως μόλις λίγες ημέρες αφότου ο Σολτς συμφώνησε να ανταλλάξει τον Κρασίκοφ, ανακοινώθηκε ξαφνικά ο θάνατος του Ναβάλνι, με την είδηση να συνταράσσει το ξενοδοχείο «Bayerischer Hof», εκεί όπου είχαν συγκεντρωθεί ο καγκελάριος και πολλοί ακόμα ανώτεροι διεθνείς αξιωματούχοι για την ετήσια Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια.

Λίγο πριν μιλήσει στο φόρουμ, όπου κατακεραύνωσε τη Ρωσία για τον θάνατο του Ναβάλνι, χαρακτηρίζοντάς τον «ένα ακόμη σημάδι της βαρβαρότητας του Πούτιν», η αμερικανίδα αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις, η πλέον υψηλόβαθμη αξιωματούχος των ΗΠΑ στη διάσκεψη, συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Σλοβενίας, Ρόμπερτ Γκόλομπ: είχε μάθει πως η Λιουμπλιάνα είχε υπό κράτηση δύο Ρώσους που θα ενδιέφεραν τη Μόσχα, τον πίεσε λοιπόν να τους συμπεριλάβει στη συμφωνία.   Στην άλλη άκρη του κόσμου, στον Λευκό Οίκο, οι γονείς του Γκέρσκοβιτς συμμετείχαν εκείνη την ημέρα σε προσχεδιασμένη συνάντηση με τον Σάλιβαν. Στην είδηση του θανάτου του Ναβάλνι, «νιώσαμε σαν να μας τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια», δήλωσε ανώτερος αμερικανός αξιωματούχος. Ο Σάλιβαν, όμως, διαβεβαίωσε τους γονείς του Γκέρσκοβιτς ότι εξακολουθούσε να βλέπει έναν δρόμο εμπρός. Την επομένη, η Χάρις συναντήθηκε στο Μόναχο με τον Σολτς, ώστε να τον πιέσει να κρατήσει τον Κρασίκοφ ως μέρος οποιασδήποτε συμφωνίας, γνωρίζοντας ότι αυτός θα ήταν το κλειδί. Τον Απρίλιο, ο Μπάιντεν έστειλε στον Σολτς επιστολή που είχε συντάξει ο Σάλιβαν, περιγράφοντας την επίσημη πρότασή τους για την ανταλλαγή κρατουμένων.

Οι Ρώσοι, ωστόσο, είχαν ξεκαθαρίσει ότι δεν θα πραγματοποιούσαν ανταλλαγές αν οι κρατούμενοι δεν καταδικάζονταν επίσημα από το νομικό τους σύστημα: οι καταδίκες του Γκέρσκοβιτς και της Κουρμάσεβα σε ξεχωριστές, βιαστικές δίκες, στις 19 Ιουλίου, θεωρήθηκαν από τους διπλωμάτες ως σημάδι ότι η ανταλλαγή μπορούσε να προχωρήσει. Εμεναν οι τελευταίες λεπτομέρειες.

Στις 21 Ιουλίου, μόλις μια ώρα πριν ανεβάσει την επιστολή-σοκ με την οποία ανακοίνωνε πως δεν θα διεκδικούσε την επανεκλογή του τον Νοέμβριο, ο Τζο Μπάιντεν τηλεφώνησε στον Γκόλομπ προκειμένου να οριστικοποιήσει την απονομή χάριτος στους δύο Ρώσους που τελούσαν υπό κράτηση στη Σλοβενία ως μέρος της ανταλλαγής. Στη συνέχεια, η υπηρεσία πληροφοριών της Τουρκίας κανόνισε συναντήσεις μεταξύ των μερών, ανοίγοντας τον δρόμο για να πραγματοποιηθεί η εξαιρετικά ευαίσθητη ανταλλαγή κρατουμένων στο έδαφός της.