Ο Σι Τζινπίνγκ έχει αποδείξει επανειλημμένως ότι σέβεται βαθύτατα τη γνωστή ρήση του Μάο Τσετούνγκ: «Δεν έχει σημασία αν μια γάτα είναι μαύρη ή άσπρη, αρκεί να πιάνει ποντίκια». Φρόντισε, δε, να την τηρήσει και στην περίπτωση της Ιταλίας, η οποία μπορεί να πλήγωσε την Κίνα και τον ίδιο αποχωρώντας από τον νέο Δρόμο του Μεταξιού (Belt and Road Initiative – ΒΡΙ), παραμένει, όμως, ένας εξαιρετικά πολύτιμος οικονομικός – και όχι μόνο – εταίρος για το Πεκίνο.

«Η Κίνα και η Ιταλία πρέπει να διατηρήσουν ζωντανό το πνεύμα του Δρόμου του Μεταξιού (…) έτσι ώστε η γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση να καταφέρει να πραγματοποιήσει το άλμα σε μια νέα εποχή» είπε χαρακτηριστικά ο Σι στην Τζόρτζια Μελόνι, την οποία υποδέχθηκε την περασμένη Δευτέρα, κατά τη δεύτερη μέρα της πενθήμερης επίσκεψής της – ντης πρώτης στην Κίνα από τότε που ορκίστηκε πρωθυπουργός – που ολοκληρώθηκε χθες.

Η ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι και ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους στο Πεκίνο

Αλλά και η προσκεκλημένη του, από την πλευρά της, έδειξε να κινείται σε ανάλογο μήκος κύματος και δεν έκρυψε την πρόθεσή της να είναι η χώρα της αυτή η οποία θα παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στην Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ενωση, αποτρέποντας τη μετατροπή της σχέσης τους σε μια αρένα άγριου ανταγωνισμού. «Εκτιμώ ότι η Ιταλία μπορεί επίσης να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στις σχέσεις με την ΕΕ, μέσω και των προσπαθειών για τη δημιουργία εμπορικών σχέσεων οι οποίες θα είναι όσο το δυνατόν πιο ισορροπημένες» τόνισε χαρακτηριστικά.

Η εξαίρεση του G7

Η ίδια φρόντισε, επίσης, να βάλει και ένα γεωπολιτικό κερασάκι στις δηλώσεις της, αναγνωρίζοντας πόσο σημαντική και καθοριστική είναι η θέση του Πεκίνου στο διεθνές γίγνεσθαι. Οι δύο χώρες οφείλουν «να σκεφτούν από κοινού πώς θα εγγυηθούν τη σταθερότητα, πώς θα εγγυηθούν την ειρήνη» υπογράμμισε, σε μια στιγμή, μάλιστα, που τόσο η Ουάσιγκτον όσο και οι Βρυξέλλες έχουν ανεβάσει τους επικριτικούς τόνους προς τον Σι για τη στήριξη που παρέχει στον Πούτιν.

Υπενθυμίζεται πως η Ιταλία έγινε το 2019 (με πρωθυπουργό τον Τζουζέπε Κόντε) το μοναδικό κράτος-μέλος της ομάδας G7 η οποία αποφάσισε να συμμετέχει στον νέο Δρόμο του Μεταξιού, ο οποίος πήρε σάρκα και οστά το 2013, διά χειρός Σι. Πέρυσι, ωστόσο, μόλις λίγους μήνες αφότου είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της Ιταλίας, αναγκάστηκε να ανακοινώσει την αποχώρησή της υπό το βάρος των ασφυκτικών πιέσεων που της ασκούσαν ΕΕ και ΗΠΑ. Η τροπή, άλλωστε, που είχαν λάβει οι διεθνείς εξελίξεις μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία καθώς και η σαφής στήριξη που παρείχε το Πεκίνο στη Μόσχα δεν της έδιναν πολλά περιθώρια για ελιγμούς και αναβολές.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως η Ιταλία έπαψε να ενδιαφέρεται για την κινεζική αγορά, στην οποία δραστηριοποιούνται όλες σχεδόν οι σημαντικές επιχειρήσεις της – κάπου 1.600 συνολικά –, οι οποίες έχουν πραγματοποιήσει εκεί επενδύσεις της τάξης των 15 δισ. ευρώ (τριπλάσιες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες κινεζικές στην ιταλική αγορά).

Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι η αξία των διμερών εμπορικών συναλλαγών έφτασε πέρυσι τα 66,8 δισ. ευρώ, με την Ιταλία να είναι ανάμεσα στους τέσσερις σημαντικότερους εταίρους της Κίνας στην ΕΕ, μαζί με τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία.

«Φταίνε οι ΗΠΑ»

Οσον αφορά το Πεκίνο, ουδείς αρνείται την καχυποψία που έχει απέναντι στη Μελόνι εξαιτίας της στάσης που έχει τηρήσει στο παρελθόν – πολύ πριν γίνει πρωθυπουργός είχε ταχθεί υπέρ του μποϊκοτάζ στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008, ενώ είχε εξαρχής χαρακτηρίσει λάθος τη συμμετοχή στον νέο Δρόμο του Μεταξιού.

Παρ’ όλα αυτά, λόγω και της «γραμμής Μάο» που ακολουθεί ο Σι, το κλίμα που επικρατεί αποτυπώνεται σε μεγάλο βαθμό σε σχόλιο το οποίο έκανε στους «Financial Times» ο Μικέλε Τζεράκι, πρώην κυβερνητικό στέλεχος: «Στόχος της Κίνας θα είναι να προσποιηθεί πως όλα βαίνουν ομαλώς. Δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον να αναδείξουν το γεγονός ότι η Ιταλία αποχώρησε από την BRI. Δεν τους αρέσει, φυσικά, αλλά δεν θέλουν και να το κάνουν μεγάλο θέμα».

Η ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι και ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ

Από την πλευρά τους, οι «Global Times», μια εφημερίδα που ελέγχεται απευθείας από το ΚΚ και τον Σι, επιχείρησε ευθέως να ρίξει την ευθύνη για τις αναταράξεις στις διμερείς σχέσεις στους εταίρους της Ιταλίας στη Δύση. «Η απόσυρση της Ιταλίας από την BRI δεν έγινε εξαιτίας της δήθεν απροθυμίας της για συνεργασία με την Κίνα ή των πολιτικών πεποιθήσεων της ίδιας της Μελόνι, αλλά κυρίως λόγω των τεράστιων πιέσεων από τις ΗΠΑ και άλλες σημαντικές δυτικές δυνάμεις εκείνη την περίοδο» έγραψε λίγο πριν από την άφιξη της Μελόνι, επικαλούμενη κάποιον «αναλυτή».

Σε αυτό το φόντο, το Μνημόνιο Βιομηχανικής Συνεργασίας που υπέγραψε την Κυριακή η ιταλίδα πρωθυπουργός με τον κινέζο ομόλογό της Λι Τσιανγκ αναδεικνύει εμπράκτως τη βούληση και των δύο πλευρών να ανοίξουν μια νέα σελίδα στις σχέσεις τους. Κάτι, εξάλλου, που είχε πει και η ίδια η Μελόνι προτού αναχωρήσει για το Πεκίνο, αδιαφορώντας για την «ταμπέλα» με την οποία θα επιτευχθεί αυτό. Είναι η οικονομία, ανόητοι…

Ευρώπη – Κίνα και στη μέση οι… Αμερικανοί

Πώς αισθάνονται και τι σκέφτονται, άραγε, τα επιτελεία των Βρυξελλών και οι εταίροι της Ρώμης για την επίσκεψη της Μελόνι στο Πεκίνο, τις συμφωνίες που υπέγραψε εκεί και τις δηλώσεις που έκανε για τις μελλοντικές σχέσεις ανάμεσα στην Κίνα και την Ευρώπη; Μήπως, στην πράξη, η πρωτοβουλία της αναιρεί τον επίσημο χαρακτηρισμό της Κίνας ως «στρατηγικού ανταγωνιστή» της ΕΕ και υπονομεύει την ενότητα των «27» απέναντί της; Και δεν είναι λογικό κανείς τους να μην έχει πρόθεση να αναγνωρίσει στην Ιταλία κάποιου είδους ειδικό καθεστώς στις σχέσεις της με την Κίνα ή το δικαίωμα αυτοεξαίρεσης από μελλοντικές κυρώσεις ή άλλα μέτρα εις βάρος της;

Η αλήθεια είναι πως τα όποια επιχειρήματα κατά της Μελόνι έχουν εκ των προτέρων υπονομευθεί από τη στάση που έχουν μέχρι σήμερα τηρήσει άλλα κράτη-μέλη απέναντι στην Κίνα, προτάσσοντας και προωθώντας απροκάλυπτα τα δικά τους εθνικά συμφέροντα έναντι των ευρωπαϊκών. Πρώτη και καλύτερη σε αυτή τη λίστα φιγουράρει η Γερμανία, ο καγκελάριος της οποίας Ολαφ Σολτς επισκέφθηκε τον περασμένο Απρίλιο το Πεκίνο, συνοδεία πολυμελούς επιχειρηματικής αντιπροσωπείας, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στις όποιες ενστάσεις ή… συμβουλές των εταίρων του στην ΕΕ. Και το έκανε, προφανώς, επειδή οι διμερείς εμπορικές συναλλαγές ξεπέρασαν πέρυσι σε αξία τα 210 δισ. ευρώ, ενώ η κινεζική αγορά είναι στρατηγικής σημασίας για ορισμένους από τους μεγαλύτερους γερμανικούς ομίλους, όπως εκείνοι του κλάδου των αυτοκινητοβιομηχανιών.

Στιγμιότυπο από τη συνάντηση της ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι και του κινέζου πρόεδρου Σι Τζινπίνγκ

Οχι, βεβαίως, ότι ο Εμανουέλ Μακρόν σκέπτεται και πράττει διαφορετικά – αδιαφορώντας επίσης για τις αντιδράσεις και τα αρνητικά σχόλια από την πλευρά συμμάχων του, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι περισσότεροι θα θυμούνται, άλλωστε, ότι τον Μάιο το Παρίσι ήταν ένας από τους τρεις σταθμούς που επέλεξε να επισκεφθεί ο Σι Τζινπίνγκ κατά την περιοδεία του επί ευρωπαϊκού εδάφους (μαζί με το Βελιγράδι και τη Βουδαπέστη), θεωρώντας προφανώς τη Γαλλία έναν από τους προνομιακούς συνομιλητές του στις τάξεις της ΕΕ.

Πρώτα η οικονομία, αλλά…

Και εδώ, όπως είναι φυσικό, ο παράγοντας που παίζει τον βαρύνοντα ρόλο είναι η οικονομία. Δικαίως, καθώς τα επίσημα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι το 2023 η Κίνα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος προορισμός για τις εξαγωγές αγαθών που παράγονται στην ΕΕ και η χώρα από την οποία οι «27» εισήγαγαν τα περισσότερα προϊόντα – με το ισοζύγιο, πάντως, να είναι ξεκάθαρα εις βάρος των Ευρωπαίων. Ταυτόχρονα, ουδείς μπορεί να λησμονήσει τις δυσμενείς συνέπειες που είχε για τις οικονομίες της Ευρώπης το μπλακάουτ που υπέστησαν οι εφοδιαστικές αλυσίδες εξαιτίας των τεράστιων προβλημάτων στην παραγωγική διαδικασία της Κίνας κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας COVID-19.

Πρέπει, εντούτοις, να σημειωθεί ότι οι Ευρωπαίοι μοιάζουν να έχουν εγκλωβιστεί ανάμεσα στα άμεσα και μεσοπρόθεσμα οικονομικά τους συμφέροντα – που τους κάνουν να θέλουν καλές και στενές σχέσεις με την Κίνα και τις θέσεις και επιδιώξεις των ΗΠΑ. Τόσο σε γεωπολιτικό επίπεδο, που έχουν ως συνέπεια ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία να μεταβαίνουν ολοένα πιο συχνά στις καυτές ζώνες τις Θάλασσας της Νότιας Κίνας και της Ταϊβάν, όσο και σε οικονομικό. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι μόλις πρόσφατα η Κομισιόν ανακοίνωσε την πρόθεσή της να επιβάλει δασμούς ύψους 37,8% στα προερχόμενα από την Κίνα ηλεκτρικά οχήματα, σε συνέχεια της απόφασης του Τζο Μπάιντεν να τους αυξήσει στο 100% στην αμερικανική αγορά.

Δεν είναι λίγοι, βεβαίως, και εκείνοι που προειδοποιούν πως αυτή η στάση θα αποδειχθεί τελικώς καταστροφική και αντί να ενισχύσει θα υπονομεύσει την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Σε έναν κόσμο που πολώνεται διαρκώς περισσότερο, όμως, δύσκολα μπορεί κανείς να μην επιλέξει στρατόπεδο και να μην πληρώσει το κόστος για την επιλογή του.

Το άμεσο ενδιαφέρον της Αθήνας

Η Ελλάδα έχει, αναμφίβολα, άμεσο ενδιαφέρον για την τροπή που θα λάβουν οι σχέσεις της ΕΕ με την Κίνα. Πέρα από το γεγονός ότι το λιμάνι του Πειραιά αποτελεί, μέσω της COSCO, τη βασικότερη ίσως πύλη εισόδου κινεζικών αγαθών στην Ευρώπη, οι διμερείς εμπορικές συναλλαγές είναι επίσης αξιοσημείωτες. Πράγματι, παρά την υποχώρηση που αυτές σημείωσαν το 2023, η αξία τους ξεπέρασε τα 8,3 δισ. ευρώ, με το μεγαλύτερο μέρος (κάπου 7,9 δισ.) να αφορά τις εισαγωγές από την Κίνα.