Οι αντίξοοι άνεμοι στη βιομηχανική «καρδιά» της Γερμανίας μετά από μια δεκαετία πολύ ισχυρής ανάπτυξης μέσω εξαγωγών, οι προκλήσεις στην επάρκεια ενέργειας και ειδικά φυσικού αερίου που μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου καλύπτονταν από τη Ρωσία, το υψηλό κόστος του χρήματος, το τεράστιο στοίχημα στο δημογραφικό και οι ελλείψεις στο εργατικό δυναμικό αποτελούν τους βασικότερους παράγοντες που κάνουν να πατά φρένο η – μέχρι πρότινος – «ατμομηχανή» της ανάπτυξης στην Ευρώπη.
Με την επιχειρηματική εμπιστοσύνη συνεχώς να μειώνεται και τη χώρα να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να δει βιομηχανίες να μεταφέρουν εργοστάσια στο εξωτερικό, οι προκλήσεις για την κυβέρνηση του καγκελάριου Ολαφ Σολτς είναι μεγαλύτερες από ποτέ.
Οικονομικοί σύμβουλοι της κυβέρνησης στο Βερολίνο κάνουν προβλέψεις για ανάπτυξη φέτος που δεν θα ξεπερνά το 0,2%, ενώ πέρυσι η Γερμανία ήταν η μόνη χώρα της ομάδας του G7 που κατέγραψε συρρίκνωση στο ΑΕΠ. Η μείωση στην οικονομική δραστηριότητα το 2023 διαμορφώθηκε σε 0,2% σε σύγκριση με το 2022 σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της χώρας. Νέες μάλιστα εκτιμήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας μέσα στην εβδομάδα κάνουν λόγο για απροσδόκητη μείωση του ΑΕΠ κατά 0,1% το δεύτερο φετινό τρίμηνο αντί για αύξηση 0,1% σε σύγκριση με το πρώτο.
Πλέον η ολλανδική τράπεζα ING σε ανάλυσή της με ημερομηνία 20 Ιουλίου 2024 αναφέρει πως «κοιτάζοντας το μέλλον, η γερμανική οικονομία θα συνεχίσει να αιωρείται μεταξύ ελπίδας και απελπισίας». Η πρόσφατη πτώση στους δείκτες εμπιστοσύνης ήταν σαφώς απογοητευτική. Με τις οικονομίες των ΗΠΑ και της Κίνας να χάνουν τη δυναμική τους και με τις νέες εντάσεις στο εμπόριο υπάρχουν πολύ λίγες ελπίδες για μια ισχυρή ανάκαμψη με γνώμονα τις εξαγωγές, σημειώνει η ING. Επίσης, οι αδύναμες βιομηχανικές παραγγελίες, τα υψηλά επίπεδα αποθεμάτων και οι προληπτικές αποταμιεύσεις εξακολουθούν να επιβαρύνουν την οικονομία. Επιπλέον, ο αυξανόμενος αριθμός πτωχεύσεων και εταιρικές ανακοινώσεις για επικείμενες αναδιαρθρώσεις θέσεων εργασίας απειλούν την αγορά εργασίας στη χώρα φέτος. Ωστόσο, παρά το αδύναμο ξεκίνημα στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, δεν πρέπει κανείς να αποκλείσει θετικές εκπλήξεις από τη Γερμανία, συμπληρώνει η τράπεζα.
Οι προκλήσεις. Οι οικονομικές προκλήσεις της Γερμανίας αντικατοπτρίζουν συνδυασμό πρόσκαιρων παραγόντων αλλά και πιο δομικών, προειδοποιούσε ήδη από τον Μάρτιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Οι αλλαγές στην παγκόσμια ζήτηση και ειδικά η μείωση στη ζήτηση βιομηχανικών προϊόντων την εποχή μετά την πανδημία δεν λειτούργησαν θετικά για την οικονομία της Γερμανίας που βασίζεται για ανάπτυξη στη βιομηχανία και τις εξαγωγές, προειδοποίησε το ΔΝΤ. Η μείωση στη ζήτηση γερμανικών προϊόντων ήταν ιδιαίτερα έντονη και από την Κίνα, που είναι από τους μεγαλύτερους πελάτες της Γερμανίας.
Αυτό σε συνδυασμό με τη σημαντική άνοδο των επιτοκίων του ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ράλι του πληθωρισμού οδήγησε σε φρένο κλάδους της γερμανικής οικονομίας όπως είναι οι κατασκευές.
Τα καλά νέα είναι πως οι προκλήσεις αυτές αναμένεται να αντιμετωπιστούν μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, όπως εκτιμά το ΔΝΤ. Ομως το Ταμείο κάνει λόγο και για πιο επίμονους αντίθετους ανέμους, όπως είναι η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας εάν δεν υπάρξουν μεταρρυθμίσεις, αλλά και το δημογραφικό πρόβλημα που δημιουργείται καθώς αυξάνεται συνεχώς ο μέσος όρος της ηλικίας του πληθυσμού στη χώρα.
Η Γερμανία επίσης το προηγούμενο διάστημα είχε δεχτεί σημαντικό πλήγμα από την αύξηση στο κόστος της ενέργειας και ειδικά του φυσικού αερίου, το οποίο μέχρι τις αρχές του 2022 που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία εισαγόταν σε μεγάλες ποσότητες απευθείας από τη Ρωσία μέσω αγωγών. Η φθηνή αυτή ενέργεια είχε βοηθήσει να εδραιωθεί στον το βιομηχανικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Το κλείσιμο των αγωγών της Ρωσίας το 2022 προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στις εταιρείες και στα νοικοκυριά λόγω μεγάλων αυξήσεων στα κόστη παραγωγής, που οδήγησαν και σε ράλι του πληθωρισμού και σε μεγάλες ανοδικές πιέσεις στα κόστη διαβίωσης. Πάντως μετά το ράλι του 2022 οι τιμές του φυσικού αερίου στη Γερμανία υποχώρησαν στη συνέχεια στα επίπεδα του 2018, αναφέρει το ΔΝΤ.
Οικονομολόγοι και παράγοντες της αγοράς ελπίζουν ότι τα χειρότερα ετοιμάζονται να περάσουν για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης με ΑΕΠ που ξεπερνά τα 4 τρισ. ευρώ.
Το δημογραφικό πάντως εξακολουθεί να αποτελεί μεγάλη πρόκληση. Η οικονομία της Γερμανίας είχε ενισχυθεί την τελευταία δεκαετία από μετανάστες που ήθελαν να ξεφύγουν από τις περιφερειακές συγκρούσεις. Καθώς αυτό το μεταναστευτικό κύμα τελειώνει και οι παλιότερες γενιές συνταξιοδοτούνται μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ο ρυθμός αύξησης του εργατικού δυναμικού της Γερμανίας θα μειωθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της G7. Αυτό θα ασκήσει πτωτική πίεση στο ΑΕΠ επειδή θα υπάρχουν λιγότεροι εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο. Θα οδηγήσει επίσης σε συνδυασμό υψηλότερων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και χαμηλότερων συντάξεων, εάν δεν γίνουν άλλες μεταρρυθμίσεις.