Toν γνωρίζω πολύ πριν από τη δεκαετία του 1990, όταν στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον συνάντησα για πρώτη φορά από κοντά. Θα πρέπει να ήταν το 1993. Αλλά τον ήξερα ήδη γιατί μαζί με τον Γιώργο Χρυσοβιτσάνο, τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο και τον Ανδρέα Τύρο ο Αλέξης Δερμεντζόγλου ήταν ένας από τους έλληνες «δασκάλους» μου στην κριτική κινηματογράφου. Λέγοντας δάσκαλος βέβαια, εννοώ τη σχέση που είχα ως αναγνώστης των κειμένων τους – δεν κάθισα δηλαδή σε κάποιο θρανίο με εκείνους απέναντι στην έδρα.

Ηταν και άλλοι, βέβαια, όμως αυτοί υπήρξαν οι «πυλώνες μου», ρουφούσα με πάθος και περιέργεια τα κείμενά τους, προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω τη μεθοδολογία τους, να καταλάβω την τεχνική τους, να ακολουθήσω τον τρόπο σκέψης τους για να μπορέσω, κάποτε, να διαμορφώσω το δικό μου, προσωπικό στυλ.

Από όλους πήρα κάτι γιατί έκαστος είχε τη δική του πένα, κάθε πένα είχε τη δική της ταυτότητα, καμία δεν έμοιαζε με την άλλη και όλες τις θαύμαζα. Ο Γιώργος Χρυσοβιτσάνος π.χ. μου «δίδαξε» τη σημασία της συμπύκνωσης και της εστίασης στο τι θέλω να πω με ένα κριτικό κείμενο. Διαβάζοντας Γιάννη Μπακογιαννόπουλο αντιλήφθηκα ότι μια κριτική κινηματογράφου μπορεί να πάρει τη μορφή ενός υπέροχου φιλοσοφικού δοκιμίου. Από τον Ανδρέα Τύρο έμαθα ότι καμιά φορά είναι καλό να κλείνεις πονηρά το μάτι στον αναγνώστη. Και όσο για τον Αλέξη, εκεί είδα τι σημαίνει να αφήνεις την «τρέλα» σου ελεύθερη όταν γράφεις. Γιατί όλοι έχουμε μια «τρέλα» μέσα μας, ασχέτως αν την αφήνουμε να φανεί ή αν την κρύβουμε. Ο Αλέξης Δερμεντζόγλου ποτέ δεν την έκρυψε.

Παρακολουθούσα φανατικά τις παρουσιάσεις των ταινιών που έκανε στη «Χρυσή Οθόνη» της ΕΡΤ 3 (όπως και ο Γ. Μπακογιαννόπουλος στην «Κινηματογραφική Λέσχη» της ΕΡΤ 1) και σε ό,τι αφορά τα γραπτά του το μόνο πρόβλημα που είχα ήταν ότι, καθότι ο Αλέξης έγραφε σε εφημερίδες της Θεσσαλονίκης («Θεσσαλονίκη», «Μακεδονία»), δυσκολευόμουν να τις βρω στην Αθήνα. Οπότε ήμουν αναγκασμένος να τρέχω πρωί πρωί στο Σύνταγμα ή στην Ομόνοια για να αποκτήσω αμέσως την εφημερίδα με τις κριτικές του (η ποσότητα των εφημερίδων που «κατέβαιναν» από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα δεν ήταν μεγάλη και εξαντλούνταν σύντομα).

Τα χρόνια πέρασαν και το πάθος όπως και η «τρέλα» του Αλέξη Δερμεντζόγλου παραμένουν στις επάλξεις (το γεγονός ότι σπούδασε Ιατρική με εξειδίκευση στη μικροβιολογία και αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο λέει από μόνο του πολλά). Εχουν μεσολαβήσει αρκετά βιβλία (ενδεικτικά «Ιστορίες από το αμερικανικό σινεμά», «Το πέταγμα του αναπτήρα»), ενώ η φαντασία του έχει περάσει και στην τριμηνιαία έκδοση του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης «Ιατρικά θέματα» με τη στήλη «Ιατρική και Σινεμά».

Επίσης, σήμερα, ο Αλέξης Δερμεντζόγλου παραμένει ο καθοδηγητής πολλών νεαρών κινηματογραφόφιλων που τον ακολουθούν με αγάπη και ζήλο στην προσπάθεια που εδώ και αρκετό καιρό κάνει στη Θεσσαλονίκη με την κινηματογραφική λέσχη ΚΕΜΕΣ.

Το ΚΕΜΕΣ (Κέντρο Μελετών και Ερευνών για το Σινεμά) είναι ένα όραμα των σινεφίλ της Θεσσαλονίκης για την ύπαρξη ενός τρίτου θεσμού για το σινεμά (μετά το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και το Μουσείο Κινηματογράφου) με έδρα τη Θεσσαλονίκη.  Εμπνευστής, ιδρυτής και πρόεδρος του ΚΕΜΕΣ είναι ο ίδιος ο Αλέξης που στο παρελθόν είχε διευθύνει για οκτώ χρόνια το Γραφείο Κινηματογράφου του Δήμου Θεσσαλονίκης, είχε ιδρύσει την Κινηματογραφική Λέσχη της Δράμας και δουλέψει ως αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας.

Οι Σινεφίλ Δευτέρες του ΚΕΜΕΣ στο θερινό cine Απόλλων της Θεσσαλονίκης, ψυχή των οποίων είναι αυτός, έχουν το φετινό καλοκαίρι παρουσιάσει ταινίες όπως οι «SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, «Φίλησέ με μέχρι θανάτου» του Ρόμπερτ Ολντριτς, «Το λιμάνι των απόκληρων» του Μαρσέλ Καρνέ και «Ο μεγάλος Λεμπόφσκι» του Τζόελ Κόεν.

Τα θέματα που ο Αλέξης έχει αναπτύξει στις συζητήσεις με το κοινό που πάντα ακολουθούν τις προβολές είναι αντιστοίχως «Οι ταινίες μετά τη Χιροσίμα», «Ανατρέποντας τη χυδαιότητα του απανθρωπισμού», «Ο γαλλικός ποιητικός ρεαλισμός ως κοινωνική αποτύπωση», «Νεωτερισμοί και αποδομήσεις στο αμερικάνικο νεονουάρ» (Στα ίχνη του «Μεγάλου ύπνου»).

Σε μια εποχή που οι έννοιες του οράματος, της φαντασίας, ακόμα και της «τρέλας» είναι σχεδόν απαγορευμένες και πολιτικά ανορθόδοξες, αυτός, ο Αλέξης Δερμεντζόγλου, βρίσκεται εκεί. Δονκιχωτικά αλλά σταθερά τις στηρίζει με πάθος.