Η τραγουδίστρια Μαρίνα Σάττι έγινε ευρύτερα γνωστή στον τελευταίο διαγωνισμό της Γιουροβίζιον – και επικρίθηκε επειδή, την ώρα που μιλούσε η ισραηλινή συνάδελφός της, χασμουριόταν επιτηδευμένα μπροστά στις κάμερες.

Δεν ξέρω αν ήταν επιτηδευμένη εκδήλωση αντισημιτισμού, όπως θεωρήθηκε από πολλούς. Ούτε αν είχε σχεδιαστεί, στο πλαίσιο διεκδίκησης μιας αρνητικής δημοσιότητας, που όμως θα εγκωμιαζόταν σαν αντιστασιακή πράξη από στρατευμένους εκ των προτέρων «με τους Παλαιστίνιους» στη σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς.

Η τραγουδίστρια με τη δημόσια συμπεριφορά της αντιμετώπισε σοβαρές επικρίσεις – αλλά κέρδισε και κοινό που ταυτίστηκε μαζί της για μια επιλογή με πολιτική σημασία. Ως δημόσιο είδωλο, έκανε τις επιλογές της.

Η Μαρίνα Σάττι χρησιμοποίησε, τις προάλλες, ακόμα μία φορά τη δύναμη της εικόνας για μια επιτηδευμένη χειρονομία της, που επίσης της προσθέτει οπαδούς. Παρενέβη για να μπουν τζάμπα σε συναυλία της νεαρές και νεαροί που περίμεναν έξω από το στάδιο όπου εμφανιζόταν.

«Μαρίνα Σάττι, είσαι η καλύτερη, σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Σ’ αγαπώ», αναφέρει ένας από τους τζαμπατζήδες στη λεζάντα του σχετικού βίντεο που ανέβηκε στο TikTok.

Ολοι αγαπάνε το τζάμπα – και πολλοί θεωρούν τη χειρονομία της τραγουδίστριας γενναιοδωρία. Δεν είναι γενναιοδωρία. Είναι εκδήλωση ακραίου υπολογισμού. Και φτηνός λαϊκισμός.

Το 1980, στη Λάρισα, ήμουν ανάμεσα σε μια ομάδα τζαμπατζήδων που προσπαθούσαμε να εισβάλουμε στον κινηματογράφο όπου σε λίγο θα τραγουδούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Θεωρούσαμε περίπου υποχρέωση των οργανωτών να μας βάλουν δωρεάν, επειδή περίπου πιστεύαμε ότι χωρίς εμάς, τους ιδεολόγους επαναστάτες, ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης δεν θα υπήρχε – και ζητούσαμε το τζάμπα ως αυτονόητη ανταπόδοση.

Επειδή μάλιστα οι διοργανωτές δεν μας έκαναν τη χάρη, εισβάλαμε διά της βίας. Και κερδίσαμε, επειδή κανείς δεν είχε τη διάθεση να συγκρουστεί με καμιά δεκαριά βλαμμένα.

Υστερα όμως, στη συναυλία, ο Σαββόπουλος αναφέρθηκε στην περίπτωσή μας. Δεν μας επαίνεσε για το πάθος μας. Κάθε άλλο. Μας είπε κλεφτοκοτάδες. Εξήγησε ότι η δουλειά που έκανε είχε κόστος, ότι το εισιτήριό μας επέτρεπε στην παραγωγή να πληρώσει αμοιβές όχι μόνο στους τραγουδιστές και στους μουσικούς αλλά και στα άλλα επαγγέλματα που ζούσαν απ’ αυτή τη δουλειά.

Γκρινιάξαμε, θυμάμαι. Προσωρινά τον αποκαθηλώσαμε. Αλλά εκ των υστέρων καταλαβαίνω πόσο δίκιο είχε.

Ο Σαββόπουλος είναι μεγάλο καλλιτεχνικό (και όχι μόνο) μέγεθος επειδή δεν χάιδευε και δεν χαϊδεύει πάση θυσία το κοινό του.

Ξέρει ότι ο ρόλος του είναι, έστω λιγάκι, και διαπαιδαγωγητικός. Γι’ αυτό όταν έκρινε δεν πήγε με τους συρμούς. Ούτε επαίνεσε τις ευκολίες.

Καταλάβαινε, μπορεί διαισθητικά, ότι ο λαϊκισμός τρυπώνει στις αντιφάσεις και στις ανισότητες. Και ανέκαθεν ήθελε να προστατεύσει το κοινό του από τις ευκολίες και τις φτήνιες.

Η νεαρά συνάδελφός του ίσως όλα αυτά να μην τα έχει σκεφτεί. Ομως τα δημόσια πρόσωπα, και οι καλλιτέχνες ανάμεσά τους, χρειάζονται λίγο περισσότερη πολυπλοκότητα απ’ αυτή που ορίζουν οι μηχανισμοί δημοσίων σχέσεων.