Η τρέχουσα εβδομάδα μάς θυμίζει μια θλιβερή επέτειο: την πυρηνική καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Ταυτόχρονα μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουν περάσει εβδομήντα εννιά χρόνια από τότε που πυρηνικά όπλα χρησιμοποιήθηκαν για τελευταία φορά (9 Αυγούστου 1945). Αναρωτιέται λοιπόν κανείς, μήπως το πιο σημαντικό γεγονός αυτών των εβδομήντα εννιά χρόνων είναι κάτι που δεν έγινε ποτέ: το ότι δεν είχαμε πυρηνικό πόλεμο. Αυτό δεν ήταν αναμενόμενο: η χρήση πυρηνικών όπλων, ειδικά στον Ψυχρό Πόλεμο, είχε θεωρηθεί αναπόφευκτη. Υπάρχει μήπως κάποιο είδος «ταμπού» που αποτρέπει τη χρήση τους και, αν ναι, θα είμαστε το ίδιο τυχεροί στο μέλλον;
Η απόφαση για χρήση πυρηνικών όπλων ενάντια στην Ιαπωνία το 1945 δεν ήταν εύκολη. Οι γνώμες στην αμερικανική κυβέρνηση είχαν διχαστεί μεταξύ εκείνων που πίστευαν ότι η χρήση τους ήταν αναγκαία, γιατί θα συντόμευε τον πόλεμο και θα έσωζε ζωές, αφού μια απόβαση στην Ιαπωνία θα σήμαινε εκατόμβη. Η αντίθετη άποψη υποστήριζε ότι η Ιαπωνία θα παραδινόταν αν συνεχίζονταν οι στρατηγικοί βομβαρδισμοί και αν γινόταν ναυτικός αποκλεισμός. Οχι βέβαια ότι οι στρατηγικοί βομβαρδισμοί ήταν αναίμακτοι: το εξάμηνο πριν από τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα είχαν ισοπεδωθεί 67 πόλεις με αποτέλεσμα τον θάνατο 350.000 Ιαπώνων.
Ο βομβαρδισμός του Τόκιο είχε σκορπίσει μεγαλύτερο όλεθρο από ό,τι η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι μαζί. Αυτό όμως που έκανε τα πυρηνικά όπλα διαφορετικά ήταν οι εικόνες της βιβλικής καταστροφής, μια μεταφυσική/θεολογική αίσθηση της «αποκάλυψης». (Η αίσθηση αυτή αποδίδεται εξαιρετικά στην πρόσφατη πολυβραβευμένη ταινία «Οπενχάιμερ».) Η χρήση αυτών των όπλων στην Ιαπωνία επέφερε ένα σοκαριστικό ψυχολογικό αποτέλεσμα, κάτι που έκανε το πυρηνικό όπλο να θεωρείται διαφορετικό από όλα τα άλλα. Σαν να το συνοδεύει μια κατάρα.
Αυτή η μοναδικότητα έκανε τους ηγέτες χωρών που διέθεταν πυρηνικά οπλοστάσια προσεκτικούς στη χρήση τους. Στον Πόλεμο της Κορέας (1950 – 1953), σε μια εποχή αμερικανικής πυρηνικής κυριαρχίας που δεν υπήρχε πιθανότητα ανταπόδοσης, υπήρξαν σκέψεις στην κυβέρνηση Αϊζενχάουερ να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα, αλλά τελικά επικράτησε το πυρηνικό «ταμπού» (έκφραση που ανήκει στον τότε αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Αλεν Ντάλες). Το ίδιο «ταμπού» κυριάρχησε και στην κρίση της Κούβας (Οκτώβριος 1962), στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου.
Οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενωσης επέδειξαν αυτοσυγκράτηση και επέλεξαν τη διπλωματική αποκλιμάκωση. Η ταινία «13 Μέρες» (Thirteen Days) δείχνει με παραστατικό τρόπο το πώς οι δύο ηγεσίες είχαν αίσθηση του επικείμενου ολέθρου και αναζήτησαν διέξοδο από μια σύγκρουση που φαινόταν αναπόφευκτη. Το κλίμα που επικράτησε τότε εκφράστηκε ως εξής από τον πρόεδρο Κένεντι: «Οι πυρηνικές δυνάμεις πρέπει να αποτρέψουν εκείνες τις αντιπαραθέσεις που φέρνουν έναν αντίπαλο στην επιλογή είτε μιας ταπεινωτικής υποχώρησης είτε ενός πυρηνικού πολέμου. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας πορείας στην πυρηνική εποχή θα αποτελούσε απόδειξη της χρεοκοπίας της πολιτικής μας – η μιας συλλογικής επιθυμίας θανάτου για τον κόσμο». Το στρατηγικό σοκ της κρίσης της Κούβας οδήγησε έτσι στην αποδοχή ότι ο πυρηνικός πόλεμος θα επέφερε «αμοιβαία καταστροφή» (Mutual Assured Destruction / MAD) και συνεπώς έπρεπε να αποτραπεί.
Τα πράγματα θα μπορούσαν βέβαια να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά. Ενα εύλογο σενάριο, για το πώς μπορούσε να χαθεί ο έλεγχος και να υπάρξει αθέλητος πόλεμος παρουσιάζεται στην καταπληκτική ταινία «Dr Strangelove» (S.O.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα). Αυτός ο κίνδυνος απώλειας ελέγχου πάντα υπάρχει, ειδικά στη σημερινή εποχή των ανατρεπτικών τεχνολογιών και της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Το πυρηνικό «ταμπού» δεν αρκεί από μόνο του για να αποτρέψει τη χρήση πυρηνικών όπλων στο μέλλον, ειδικά όταν Μεγάλες Δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία παίζουν ένα ριψοκίνδυνο πυρηνικό πόκερ στην Ουκρανία ενώ συγχρόνως με δική τους ευθύνη έχει καταρρεύσει το θεσμικό πλαίσιο για τη μη διασπορά των πυρηνικών όπλων.