Οταν, το 2022, ανακοινώθηκε το όνομα του Τομά Ζολί ως τελετάρχη των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, ο πήχης των προσδοκιών τοποθετήθηκε ψηλά. Η απόφαση ανάθεσης των τελετών έναρξης και λήξης σε έναν από τους πιο αντισυμβατικούς δημιουργούς του γαλλικού θεάτρου, ενός πραγματικού enfant terrible που κατάφερε μέσα στην τελευταία δεκαετία να προτείνει μια πανκ ανάγνωση των κλασικών κειμένων και μια νέα μορφή θεατρικής μέθεξης (η οποία προκύπτει όχι μόνο μέσα από τη σχέση των θεατών με το έργο, αλλά και από τη σχέση που αναπτύσσουν μεταξύ τους) ήταν γενναία και ριψοκίνδυνη.

Ριψοκίνδυνη γιατί η τελετή που οραματίστηκε και θέλησε να ενορχηστρώσει ο Ζολί θα πραγματοποιούνταν για πρώτη φορά στην ιστορία των Αγώνων εκτός σταδίου, και μάλιστα πάνω στον Σηκουάνα, τον ποταμό που αποτελεί την κεντρική αρτηρία του Παρισιού. Για να δομήσει το αφήγημά του, ο Ζολί ανάχθηκε στον Μύθο: ο Σηκουάνας πήρε το όνομά του από τη νύμφη Σεκουάνα της κέλτικης μυθολογίας, η οποία καταδιώχθηκε ερωτικά απ’ τον Ποσειδώνα και μεταμορφώθηκε σε ποταμό απ’ τον πατέρα της τον Βάκχο για να σωθεί. Ο Σηκουάνας, λοιπόν, αποτελεί ταυτόχρονα την υπόμνηση ενός τραύματος και της θριαμβευτικής λύτρωσής του απ’ αυτό. Η δύναμη μιας πόλης ως τόπου συνάντησης ανθρώπων και ιδεών είναι η αέναη ροή της, η πολλαπλότητά της, η ικανότητά της να αλλάζει πρόσωπο χωρίς να αλλοιώνεται ποτέ η ουσία της (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μότο της πόλης του Παρισιού είναι η λατινική φράση fluctuat nec mergitur, δηλαδή «κλυδωνίζεται απ’ τα κύματα αλλά δεν βυθίζεται»). Η σημασία αυτού του μηνύματος μέσα σε έναν κατακερματισμένο κόσμο αλλά και μια πολιτικά διχασμένη χώρα (η οποία ζει τα τελευταία χρόνια υπό τη δαμόκλειο σπάθη της έλευσης της Ακροδεξιάς στην εξουσία) είναι προφανής και καίρια.

Πλην όμως, παρά την εντιμότητα των προθέσεων και το πλεόνασμα ταλέντου, η τελετή έναρξης που τελικά παρακολουθήσαμε δεν κατάφερε να αντεπεξέλθει στις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί. Η δημιουργική ομάδα φαίνεται να λύγισε υπό το βάρος και το μέγεθος του εγχειρήματος. Είναι, βεβαίως, προς τιμήν των διοργανωτών ότι αρνήθηκαν πεισματικά να υποκύψουν σε καρτποσταλικά κλισέ για το Παρίσι και σε μουσειακές αντιλήψεις περί γαλλικής κουλτούρας. Η τελετή έβριθε πολιτιστικών αναφορών και μας χάρισε ορισμένες εμβληματικές εικόνες, ενδεικτικές της εικονοπλαστικής δύναμης του Ζολί (αν ήθελε κανείς να ανθολογήσει, σίγουρα θα κρατούσε την εικόνα του γαλλικού groove metal συγκροτήματος Gojira να ροκάρει μπροστά στο ιστορικό κτίριο της Κονσιερζερί με ταμπλό βιβάν την αποκεφαλισμένη Αντουανέτα, τον βακχικό/queer/συμπεριληπτικό Μυστικό Δείπνο, ή τη new age Ζαν ντ’ Αρκ, σύμβολο της σύγχρονης γυναικείας χειραφέτησης, να καλπάζει στο ασημένιο άλογό της αγέρωχη, νύχτα, στον φωτισμένο Σηκουάνα).

Αλλά αυτά τα επιμέρους στοιχεία ουδέποτε συγκρότησαν ένα ενιαίο αφήγημα ικανό να εμπνεύσει, να συγκινήσει και να ενώσει. Ακόμα κι αν κανείς παρέβλεπε τα οφθαλμοφανή τεχνικά λάθη, την κακή τηλεοπτική σκηνοθεσία και την ελλιπή προετοιμασία ορισμένων τμημάτων της τελετής (που έμοιαζαν να μην έχουν καν προβαριστεί επαρκώς), θα ήταν αδύνατον να συγχωρήσει το ολέθριο σφάλμα της υποβάθμισης του ρόλου τόσο των αθλητών, όσο και του κοινού: οι αθλητές τοποθετήθηκαν μέσα σε πλοιάρια που διέπλευσαν ένα τμήμα του Σηκουάνα και μετά, ως διά μαγείας, εξαφανίστηκαν, ενώ το κοινό παρακολουθούσε τα δρώμενα αποξενωμένο, από μεγάλη απόσταση, κυρίως μέσα από γιγαντοοθόνες. Τι μένει τελικά αν από μια τελετή έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων αφαιρέσεις τους πραγματικούς πρωταγωνιστές τους και συντελεστές της επιτυχίας τους, δηλαδή τους αθλητές και το κοινό; Ομολογουμένως, όχι και πολλά.

Μόνο προς το τέλος της φάνηκε να βρίσκει κάποιο βηματισμό η τελετή, με κορυφαία φυσικά στιγμή την ερμηνεία του «Υμνου στην Αγάπη» από τη Σελίν Ντιόν, έναν ζωντανό μύθο του γαλλόφωνου τραγουδιού. Σε αυτό το σημείο το συναισθηματικό φορτίο ήταν τέτοιο, που ο Ζολί και η ομάδα του δεν χρειαζόταν να κάνουν και πολλά: η παρουσία της Ντιόν αποτελούσε αφ’ εαυτής έναν φόρο τιμής στον θρίαμβο της ανθρώπινης θέλησης, στην ικανότητα κάθε ανθρώπου να ξαναγεννιέται από τις στάχτες του και να στέκεται ξανά όρθιος, αξιοπρεπής και περήφανος, ακόμη κι όταν όλοι τον θεωρούν οριστικά τελειωμένο.

Οι σημαντικοί καλλιτέχνες προχωρούν (και) μέσα από τις αποτυχίες τους. Είναι βέβαιο πως ο Ζολί δεν θα αποτελέσει εξαίρεση σε αυτόν τον σκληρό κανόνα. Σε όλους εμάς τους υπόλοιπους, μένει η πικρή επίγευση μιας μεγάλης χαμένης ευκαιρίας: να αναδείξει η Γαλλία την οικουμενικότητα του αιτήματος για ελευθερία, ισότητα και αλληλεγγύη με τον τρόπο που μόνο εκείνη ξέρει.

Ο Φοίβος Μπότσης είναι νομικός, συγγραφέας, ειδικός σε θέματα πολιτικής του πολιτισμού