Μπορεί να εργαζόταν ως απλή μεταφράστρια της κυβέρνησης, αλλά ήταν ο μεγάλος έρωτας του ισχυρότερου ίσως άνδρα στη Ρωσία εκείνη την περίοδο, του μοναδικού που κόντεψε να νικήσει τους μπολσεβίκους αρχές του 1919.

Η Άννα Βασιλίεβνα Σαφόνοβα ήταν κόρη του μουσικού και αργότερα διευθυντή του Μουσικού Ωδείου της Μόσχας, Βασίλι Ίλιτς Σαβόνοφ. Ήταν, μια όμορφη, βαθύτατα καλλιεργημένη και προικισμένη γυναίκα με καλλιτεχνική φλέβα, στη ρωσική κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα.

Το 1911 παντρεύτηκε έναν αξιωματικό του Ναυτικού, τον Σεργκέι Τιμιρίοφ και το 1914 ήρθε στον κόσμο ο γιός τους, Βλαντιμίρ.

Η ζωή όμως τα έφερε έτσι και το 1915 ερωτεύτηκε παράφορα τον σπουδαίο υποναύαρχο Αλεξάντερ Κολτσάκ, ο οποίος ήταν στενός φίλος του συζύγου τους.

Ο Κολτσάκ ήταν ένας από τους ικανότερους αξιωματικούς του Αυτοκρατορικού Ναυτικού της Τσαρικής Ρωσίας, με μεγάλη εμπειρία από τη συμμετοχή του στον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο του 1905 και στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Τιμιριόβα και Κολτσάκ βλέπουν στρατιωτικές ασκήσεις, το 1919 (Wikipedia)

Στη διάρκεια του Ρωσικού εμφύλιου πόλεμο, όμως τασσόμενος με το μέρος των Λευκών, θα αναλάμβανε πολύ μεγάλες ευθύνες για τον ίδιο: Ίδρυσε ένα αντικομμουνιστικό καθεστώς στη Σιβηρία, αναδεικνυόμενος σαν ανώτατος αρχηγός των χερσαίων και θαλάσσιων δυνάμεων των «Λευκών», από το 1918 έως το 1920.

Η κυβέρνησή του είχε έδρα το Ουμσκ, στην νοτιοδυτική Σιβηρία. Επί μία διετία ό Κολτσάκ ήταν ο διεθνώς αναγνωρισμένος επικεφαλής του κράτους.

Η μυστική σχέση που ξεκίνησαν, όμως η Άννα και ο Κολτσάκ, δεν μπορούσε να συνεχιστεί και έτσι η Άννα άφησε τον σύζυγό της το 1917.

Τα έτη 1918–1919, η Τιμίριοβα εργάστηκε ως μεταφράστρια για το Τμήμα Υπηρεσιών Επιχειρήσεων στο Συμβούλιο Υπουργών – μια υπηρεσία της κυβέρνησης του Κολτσάκ.

Ωστόσο, αν και στα τέλη του 1918 και αρχές 2019, ο Κολτσάκ χάρισε μεγάλες στιγμές αγωνίας στους μπολσεβίκους με την προώθηση των στρατευμάτων του, τελικά η κυβέρνησή του θα κατέρρεε τέλη του 1919.

Η αρχή των βασάνων

Μετά την παράδοση του στους Μπολσεβίκους, η Τιμιριόβα τους πλησίασε και τους είπε: «Συλλάβετε με. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν».

Στη συνέχεια, φυλακίστηκε στο Ιρκούτσκ, αλλά αφέθηκε ελεύθερη μετά την εκτέλεση του Κολτσάκ τον Φεβρουάριο του 1920. Η ίδια έγραφε συνεχώς ποιήματα για τον έρωτα της ζωή της που έχασε τόσο νωρίς υπό εφιαλτικές συνθήκες.

Τα βάσανά της όμως δεν είχαν τελειώσει, αλλά μόλις τώρα ξεκινούσαν.

Τον Ιούνιο του 1920, συνελήφθη ξανά και στάλθηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στο Ομσκ. Μετά την απελευθέρωση από το στρατόπεδο, η Τιμιριόβα έκανε έκκληση στις τοπικές αρχές για άδεια για να επανασυνδεθεί με τον πρώτο της σύζυγο, αλλά της το αρνήθηκαν και την έσυραν πάλι στη φυλακή για έναν χρόνο.

Η Άννα φυλακίστηκε τρίτη φορά το 1922 και τέταρτη φορά το 1925 με την κατηγορία για «σύναψη ανεπιθύμητων σχέσεων με ξένους και πρώην λευκούς αξιωματικούς». Καταδικάστηκε σε άλλα 3 χρόνια φυλάκισης.

Στιγμιότυπο από την ρωσική ταινία “Ο Ναύαρχος” στην οποία ο Κονσταντίν Χαμπένσκι, υποδεύεται τον Κολτσάκ και η Ελιζαβέτα Μπογιάρσκαγια την Άννα.

Μετά την απελευθέρωσή της, η Άννα παντρεύτηκε έναν μηχανικό σιδηροδρόμων τον Βλαντιμίρ Κνίπερ, αλλά και πάλι το σοβιετικό καθεστώς δεν θα την άφηνε ήσυχη.

Το 1935 συνελήφθη ξανά για «απόκρυψη του παρελθόντος» και οι αρχές την έστειλαν σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, με την ποινή να μετατρέπεται σε εξορία,

Αργότερα, αυτή η ποινή μετατράπηκε σε εξορία στις περιοχές Vyshny Volochek και  Maloyaroslavets, όπου για να μπορέσει να ζήσει αναγκαζόταν να ράβει, να πλέκει και να σκουπίζει τους δρόμους.

Αλλά το σταλινικό καθεστώς θα την συλλάμβανε και 6η φορά, το 1939, κρατώντας στη φυλακή για πολλά χρόνια ώσπου την απελευθέρωσε μόνο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ύστερα από τόσα πολλά χρόνια όμως δεν την είχε μείνει κανένας δικό της άνθρωπος.

Ο 24χρονος γιος της, που είχε γίνει και αυτός καλλιτέχνης έπεσε θύμα των εκκαθαρίσεων τον Μάιο του 1938, ενώ ο  άνδρας της Βλαντιμίρ Κνίπερ πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1942.

Η εργασία της στο θέατρο

Επειδή δεν της επιτρεπόταν να ζήσει στη Μόσχα της προσφέρθηκε μια θέση στην πόλη Ριμπίνσκ, να εργαστεί στο τοπικό θέατρο. Όταν έμαθε η Άννα ότι εκείνη την περίοδο ζούσε στην πόλη τη ανιψιά του ναυάρχου Κολτσάκ, Όλγα, ένιωσε την έντονη επιθυμία να την επισκεφθεί, αρκετές φορές, αλλά πάντα εισέπραττε αρνητική απάντηση.

Άλλοι λένε ότι οι Όλγα δεν ήθελε να γνωρίσει τη γυναίκα που «κατέστρεψε την οικογένεια του θείου της» και άλλοι ότι φοβόταν μην την παρακολουθούν οι σοβιετικές αρχές.

Η επιστολή της στον πρωθυπουργό

Τέλη του 1949, ήρθε 7η φυλάκιση για την απίστευτα ταλαιπωρημένη Άννα, στις φυλακές του  Γιαροσλάβλ, και από εκεί στάλθηκε στο Γενισέισκ. Λέγεται ότι την κατήγγειλαν συνάδελφοί της από το θέατρο κατηγορώντας για αντισοβιετική προπαγάνδα. Μετά την αποφυλάκισή της επέστρεψε στο θέατρο του Ρίμπινσκ, και πλέον ήταν μια γυναίκα 70 ετών.

Το 1954 έστειλε επιστολή στον πρωθυπουργό Γκεόργκι Μαλένκοφ για να την αποκαταστήσει το καθεστώς και αν ησυχάσει επιτέλους. «Είμαι 65 και είμαι στην εξορία. Όλα όσα έγιναν πριν από 35 χρόνια έχουν μείνει στην ιστορία. Δεν έχω ιδέα ποιος και γιατί θέλει να πέρασαν οι τελευταίες μέρες της ζωής μου σε τόσο αφόρητες συνθήκες. Σας ζητώ να βάλετε τέρμα σε αυτό, καταργήστε το και αφήστε με να αναπνεύσω και να ζήσω αυτόν τον χρόνο που μου έμεινε», έγραψε, αλλά η αποκατάστασή της δεν θα ερχόταν πριν το 1960.

H Άννα Τιμιριόβα το 1954

Όλα αυτά τα χρόνια της φυλάκισης και της εξορίας είχε επιδείξει τρομερό ταλέντο σε οτιδήποτε και αν έπιαναν στα χέρια της. Στην εξορία  εργάστηκε ως δασκάλα ζωγραφικής παιχνιδιών και γραφίστρια.

Το ταλέντο της το αξιοποίησε με επιδεξιότητα στο θέατρο εντυπωσιάζοντας τον κόσμο με τις κατασκευές της. Συχνά, κατά τη διάρκεια της παράστασης, η Άννα καθόταν ανάμεσα στο κοινό για να δει πώς φαίνονταν όλα τα δημιουργήματά της πάνω στη σκηνή.

Μερικές φορές συμμετείχε ακόμη και σε παραστάσεις, παίζοντας μικρούς ρόλους, όπως η πριγκίπισσα Myagkaya στην Άννα Καρένινα.

Τελικά το κράτος της παραχώρησε ένα μικρό δωματιάκι σε ένα κοινόχρηστο διαμέρισμα στη Μόσχα. Μετά από μακρές προσπάθειες, των ζωντανών θρύλων της μουσικής, Νταβίντ Όιστραχ και Ντμίτρι Σοστακόβιτς, η Άννα κατάφερε να παίρνει μια μικρή σύνταξη (45 ρούβλια) χάρη στις υπηρεσίες του πατέρα της ως συνθέτη.

Πέθανε στη Μόσχα στις 31 Ιανουαρίου 1975.