Η πρώτη εντύπωση, όπως τους παρατηρούσα για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να αντιληφθούν την παρουσία μου, ήταν πως μοιάζουν με δύο παλιούς συμφοιτητές που μοιράζονταν κάποια ανάμνηση από τα χρόνια του Πανεπιστημίου και γελούν. Αλλωστε και το ντύσιμό τους, χαλαρό, χωρίς σακάκι και γραβάτα που συνηθίζουν να φορούν στις επίσημες παρουσιάσεις και τις συνεντεύξεις Τύπου, δεν μαρτυρούσε ότι οι δύο άνδρες που στέκονταν ο ένας πλάι στον άλλον όρθιοι στην άκρη του Cycladic Cafe ήταν οι δύο –μόλις οκτώ μηνών – επιστημονικοί διευθυντές του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, ο Ιωάννης Φάππας και ο Παναγιώτης Ιωσήφ.

Τον Ιωάννη Φάππα τον συνάντησα για πρώτη φορά στην παρουσίαση της έκθεσης των 15 ειδωλίων από τη Συλλογή Στερν. Ο λόγος του επιστημονικός, συγκροτημένος αλλά και συγκρατημένος, έμοιαζε να ταιριάζει απόλυτα στο στερεότυπο του αυστηρού ίσως επίκουρου καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Με τον Παναγιώτη Ιωσήφ συστηθήκαμε τον περασμένο Οκτώβριο σε μια οργανωμένη από το Μουσείο επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο της Χαιρώνειας, ως προάγγελο της μεγάλης περιοδικής έκθεσης που βρισκόταν τότε στη φάση της προετοιμασίας της. Η αφήγησή του αρκούσε για να αναβιώσει μπροστά στα μάτια μας τη μάχη ανάμεσα στα στρατεύματα του Φιλίππου και των υπολοίπων ελληνικών δυνάμεων υπό την ηγεσία της Θήβας, να «αναστήσει» τον Αλέξανδρο στην πρώτη του εμφάνιση στη διεθνή πολιτική σκηνή ως επικεφαλής του ιππικού, και να τιμήσει τους Ιερολοχίτες που ήταν θαμμένοι κάτω από το εντυπωσιακό μαρμάρινο λιοντάρι, σα να είχε απέναντί του μια ομάδα προπτυχιακών φοιτητών από το Πανεπιστήμιο Ράντμπαουντ της Ολλανδίας, στο οποίο διδάσκει Αρχαία Νομισματική.

Οταν η πρόεδρος του Μουσείου, Σάντρα Μαρινοπούλου, ανακοίνωσε ότι οι δύο συνεπιμελητές της έκθεσης «Χαιρώνεια, 2 Αυγούστου 338 π.Χ.: Μια μέρα που άλλαξε τον κόσμο» θα είναι και οι νέοι επιστημονικοί διευθυντές του Μουσείου (θέση που χήρευε σχεδόν έναν χρόνο μετά την αποχώρηση του με πολλές περγαμηνές, και μεταξύ άλλων εξαιρετικά επιτυχημένου πρώην διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Νίκου Καλτσά, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον νυν γενικό διευθυντή του Μουσείου Ακρόπολης, Νίκο Σταμπολίδη, στον οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό το προφίλ – ειδικά σε επίπεδο περιοδικών εκθέσεων – που έχει το ΜΚΤ) το πείραμα της δυαρχίας έμοιαζε ενδιαφέρον και συνάμα τολμηρό. Και η πρόκληση ακόμα μεγαλύτερη, καθώς όχι μόνο οι δύο αρχαιολόγοι μοιάζουν – τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως – πολύ διαφορετικοί ως χαρακτήρες, αλλά και επειδή έχουν και εντελώς διαφορετικά πεδία ενδιαφέροντος. Ο ένας είναι λάτρης του μυκηναϊκού και ο άλλος του ελληνιστικού κόσμου.

Είχαμε πλέον καθίσει όταν τα μεταξύ τους αστεία για τις ενδυματολογικές και γαστριμαργικές επιλογές τους άρχισαν να κάνουν το αρχικό σενάριο της εισόδου – ότι είναι δηλαδή δύο παλιοί καλοί φίλοι – να δείχνει ολοένα και πιο κοντά στην πραγματικότητα.

«Κι όμως, γνωριζόμασταν ελάχιστα πριν κληθούμε να συνεπιμεληθούμε την έκθεση της Χαιρώνειας. Στο Μουσείο συναντηθήκαμε ουσιαστικά, αλλά λειτουργήσαμε αμέσως καλά μεταξύ μας» λέει ο Ιωάννης Φάππας, ο οποίος παραδέχεται πως ήταν τολμηρή απόφαση τόσο από την πλευρά του Μουσείου όσο και από τη δική τους να συνυπάρξουν στη διοίκηση του ιδιωτικού και δραστήριου Μουσείου. «Οποιος όμως είχε αυτή την ιδέα νομίζω ότι έκανε πάρα πολύ καλά» προσθέτει ο Παναγιώτης Ιωσήφ. «Συμπληρώνουμε όντως ο ένας τον άλλο σε πάρα πολλά θέματα. Συνεργαστήκαμε για μεγάλο χρονικό διάστημα και εντατικά για την προετοιμασία της έκθεσης. Οπου προκύπτει διαφωνία ξέρουμε και οι δύο ότι θα βρούμε τη λύση. Νομίζω πως το γεγονός ότι δουλέψαμε τόσο καλά για την έκθεση λειτούργησε ως crash test για να μας ανατεθεί η επιστημονική διεύθυνση του Μουσείου».

Διαχείριση

κληρονομιάς

Η χημεία μεταξύ τους δείχνει όντως καλή. Και το προφίλ τους – δύο 49χρονοι χαμηλών τόνων με όρεξη για δουλειά – μοιάζει να υπόσχεται θετικούς οιωνούς για το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, που δεν φέρει σημάδια κόπωσης από τα 38 χρόνια λειτουργίας του. Η διαχείριση ενός μουσείου που βασίζεται κατά κύριο λόγο σε μια ιδιωτική συλλογή και σε μια εποχή που οι όροι του συλλέγειν επανεξετάζονται προβλημάτισε τους δύο αρχαιολόγους πριν απαντήσουν θετικά στην ανάληψη των καθηκόντων τους; «Τη συλλογή θα πρέπει να τη δούμε και να την εντάξουμε στο πλαίσιο της εποχής δημιουργίας της. Εμείς είμαστε εδώ για να διαχειριστούμε κάτι δεδομένο, νόμιμο και αναγνωρισμένο από το κράτος» απαντά ο Ιωάννης Φάππας και ο Παναγιώτης Ιωσήφ προσθέτει: «Είναι πολύ βασικό ότι δεν καλούμαστε – όπως θα μπορούσε να συμβεί σε άλλα μουσεία του εξωτερικού – να διαχειριστούμε νέα αποκτήματα, διότι το Μουσείο δεν αγοράζει αρχαιότητες. Διαχειριζόμαστε την κληρονομιά που έχει έλθει σε εμάς και προσπαθούμε να τη μελετήσουμε και να την ανοίξουμε στην επιστημονική κοινότητα και το ευρύ κοινό».

Το όραμά τους, όπως εξηγούν άλλωστε, είναι να δώσουν στο Μουσείο τον χαρακτήρα ενός ερευνητικού κέντρου, μέσω υποτροφιών, συνεδρίων, διαλέξεων και εκδόσεων. «Ο τρόπος που προσεγγίζουμε την αρχαιότητα είναι ολιστικός και σε όλη του τη διαχρονία, χωρίς να εγκλωβιζόμαστε από τον πυρήνα του Μουσείου, την πρωτοκυκλαδική συλλογή του» υποστηρίζουν.

Στον απόηχο της μεγάλης επιτυχίας που είχε η έκθεση για τη μάχη της Χαιρώνειας, η οποία συγκέντρωσε αποθεωτικές κριτικές και μεγάλο όγκο επισκεπτών, οι δύο συνεργάτες παραδέχονται ότι πήραν ρίσκο όταν αποφάσισαν να εκθέσουν ανθρώπινους σκελετούς. Οτι ήταν δύσκολο να διατηρηθούν ισορροπίες ώστε η σκηνογραφική απόδοση να μην είναι ούτε κιτς ούτε υπερβολικά δραματική. Και ότι είχαν άγχος για το πώς θα προσλάβει το κοινό μια διαφορετικού ύφους έκθεση από τις καθιερωμένες. Η συνταγή τους όμως για μια καλή έκθεση – να κάνεις την πραγματική έρευνα πάνω στο κάθε αντικείμενο, να το ακούσεις, να είσαι ανοιχτός στο πού θα σε οδηγήσει και να σκέφτεσαι πάντοτε από την πλευρά του θεατή, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Ιωσήφ, και να έχεις ως βασικό της άξονα τη συμπερίληψη, ώστε να ενδιαφέρει και να συγκινεί τους πάντες, κατά τον Ιωάννη Φάππα – αποδείχθηκε δυνατή.

Το αποτέλεσμα, όπως λένε, τους δικαίωσε διότι ήταν βαθιά ανθρωποκεντρικό, γεγονός που έγινε άμεσα αντιληπτό από τους επισκέπτες, που «ήθελαν να γίνουν κοινωνοί αυτού του, όπως εξελίχθηκε, πολιτιστικού φαινομένου».

Ωστόσο, υποστηρίζουν με μια φωνή ότι δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει τον αντίκτυπο που είχε η συγκεκριμένη έκθεση, οπότε και δεν έχουν μπει στη διαδικασία να αγχώνονται για την επόμενη μέρα. «Η καθημερινότητα του Μουσείου είναι η επόμενη μέρα. Αν επιμένετε να μας ρωτάτε όμως, θα αρχίσουμε πραγματικά να αγχωνόμαστε» προσθέτει με χιούμορ ο Παναγιώτης Ιωσήφ, για να συνδέσει αμέσως μετά τη συγκεκριμένη επιτυχία με μια επιπλέον πτυχή του κοινού τους οράματος: «Να ανεβάζουμε τον πήχη ολοένα και ψηλότερα. Να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας ώστε κάθε έκθεση αν όχι να ξεπερνάει την προηγούμενη, αν μη τι άλλο να είναι στο ίδιο επίπεδο». Και ο Ιωάννης Φάππας προσθέτει και μία επιπλέον παράμετρο: «Να λέμε στους επισκέπτες μέσα από τις εκθέσεις που διοργανώνουμε την πραγματικότητα, την αλήθεια».

Η φράση αυτή «χτύπησε φλέβα». Είναι δυνατόν να γνωρίζουμε τι πραγματικά συνέβη στο παρελθόν ή έχουμε μια διαστρεβλωμένη εικόνα για την αρχαιότητα; «Εξ ορισμού έχουμε μια στρεβλή εικόνα του παρελθόντος, με δεδομένο ότι δεν ζήσαμε εκείνες τις εποχές» απαντά χωρίς περιστροφές ο Ιωάννης Φάππας. «Από κάθε αντικείμενο, από κάθε ανασκαφή μπορούμε να αντλήσουμε πολλές πληροφορίες, αλλά το καθένα από αυτά δεν είναι παρά ένα στιγμιότυπο της αρχαιότητας» συναινεί και ο Παναγιώτης Ιωσήφ, προσθέτοντας μία ακόμα παράμετρο: «Εχουμε τη δική μας προσωπική ερμηνεία, τις προσωπικές μας προτιμήσεις, ιδεολογίες και πολλές φορές ιδεοληψίες, οπότε ερμηνεύουμε εξ ορισμού τα πάντα διαφορετικά».

Υποτίμηση της επιστήμης

Στο μεταξύ τα πιάτα έχουν σερβιριστεί, οι απαραίτητες δοκιμές και σχόλια χαλαρώνουν την ατμόσφαιρα στο τραπέζι, η συζήτηση αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από τις περιπτώσεις όπου η Αρχαιολογία προκαλεί «θόρυβο», υπερβάλλει και εργαλειοποιείται για πολιτικούς και ιδεοληπτικούς σκοπούς. «Η Αρχαιολογία πρέπει να παράγει μουσική, όχι θόρυβο. Να ικανοποιεί το αφτί χωρίς να το χαϊδεύει» λέει ο κ. Ιωσήφ και ο κ. Φάππας προσθέτει: «Και να παράγει τεκμηριωμένη γνώση. Θόρυβο μπορεί να παράξει πολύ εύκολα κάποιος λέγοντας διάφορα πομπώδη που να σχετίζονται με τα ευρήματα της ανασκαφής του. Το μόνο που κάνει ουσιαστικά είναι να κοροϊδεύει τον εαυτό του και τον κόσμο, υποτιμώντας την επιστήμη». Το φαινόμενο της εργαλειοποίησης πάντως δεν είναι ελληνικό, αλλά παγκόσμιο, υποστηρίζουν και επιρρίπτουν ευθύνες για την εξέλιξη αυτή και στην αρχαιολογική ακαδημαϊκή κοινότητα. «Δεν μάθαμε ποτέ στον κόσμο ότι η Αρχαιολογία είναι επιστήμη με πολύ συγκεκριμένους κανόνες. Είναι και δικό μας λάθος, των αρχαιολόγων, διότι αφήσαμε μεγάλο πεδίο ελεύθερο σε ανθρώπους με πρόσβαση στο ευρύ κοινό να παρερμηνεύουν ασύστολα για πάρα πολλά χρόνια, ενώ εμείς ήμασταν στην πλευρά μας και κάναμε τις έρευνές μας» λέει ο Παναγιώτης Ιωσήφ.

Είναι οι συγκεκριμένες συνθήκες και ένας από τους λόγους που η Αρχαιολογία είναι για το ευρύ κοινό η επιστήμη που λατρεύει να μισεί; «Εμείς μόνο τη λατρεύουμε» λένε σχεδόν ταυτόχρονα γελώντας. Και ο Ιωάννης Φάππας συμφωνεί πως ο κόσμος δεν συγκινείται από την Αρχαιολογία διότι «είναι μια επιστήμη που ασχολείται με το παρελθόν, ενώ ως άνθρωποι έχουμε τις ανάγκες του παρόντος και του μέλλοντος». «Εκεί είναι για μένα το μεγάλο στοίχημα, η μεγάλη πρόκληση, να βρεις τον τρόπο που αυτή την αρχαιολογική πληροφορία θα την περάσεις στο ευρύ κοινό, χωρίς να προσβάλλεις αυτό που θεωρεί ως θέσφατο. Να του δείξεις τη σωστή κατεύθυνση μετακινώντας το από τη θέση του απαλά» προσθέτει ο Παναγιώτης Ιωσήφ.

Προσωπική Αρχαιολογία

Εχουμε φτάσει πλέον στον καφέ όταν η συζήτηση έχει φτάσει στην προσωπική Αρχαιολογία διερευνώντας πώς οδηγήθηκε ο καθένας τους στα μονοπάτια της Αρχαιολογίας. Ο μεν Παναγιώτης Ιωσήφ παρακινημένος από την παιδική σειρά «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο άνθρωπος» και από τις τακτικές καλοκαιρινές επισκέψεις στο Κούριο της Κύπρου, τόπο καταγωγής του πατέρα του. Ο δε Ιωάννης Φάππας χάρη στην τεράστια αρχαιολογική βιβλιοθήκη που διατηρούσε ο φιλομαθής ιερέας πατέρας του. Λατρεύει την ελληνιστική εποχή διότι θεωρεί πως τότε τέθηκαν οι βάσεις του σύγχρονου κόσμου διά της παγκοσμιοποίησης. Είναι μια εποχή ενοχλητικά όμοια με τη δική μας, όπως σχολιάζει. Ο έτερος αγαπούσε από παιδί τα ομηρικά έπη και τον ηρωικό κόσμο τους και απογοητεύτηκε πολύ όταν στο πανεπιστήμιο διαπίστωσε ότι τα μυκηναϊκά ευρήματα δεν έχουν σχέση με τον Ομηρο.

Αν δεν ήταν σήμερα αρχαιολόγοι, ακαδημαϊκοί δάσκαλοι και διευθυντές ενός σημαντικού μουσείου, ποιον δρόμο θα είχαν επιλέξει για την επαγγελματική τους πορεία; «Θα ήθελα να είμαι χειριστής γεωπροωθητού, όπως λέγαμε και στον στρατό, να χειρίζομαι μπουλντόζα. Πάλι να σκάβω δηλαδή» απαντά γελώντας ο Ιωάννης Φάππας και επιλέγει ως εναλλακτική τη γραφιστική, καθώς έχει ταλέντο στη ζωγραφική, και μάλιστα ο λογότυπος του Αρχαιολογικού Μουσείου Θήβας φέρει την υπογραφή του. «Εγώ θα ήθελα να κάνω κάτι πιο πεζό από το να χειρίζομαι μπουλντόζα. Να είμαι επαγγελματίας μπασκετμπολίστας» λέει ο Παναγιώτης Ιωσήφ.

Πριν αποχαιρετιστούμε τους ρωτώ ποια φράση θα ήθελαν να ακολουθεί την περίοδο της διοίκησής τους στο Μουσείο σε ένα μελλοντικό επετειακό λεύκωμα για τα 100 χρόνια του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Αντάλλαξαν ένα γρήγορο βλέμμα και εν χορώ έδωσαν την απάντηση: «Εκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν».