Τις τελευταίες ημέρες, βρέθηκε στο επίκεντρο της αρνητικής επικαιρότητας η υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Σοφία Βούλτεψη. Αυτήν παρέλαβαν όσοι ξύνουν τα νύχια για αντιπολίτευση, δηλαδή για γκρίνια, επειδή με μια δήλωσή της επέτρεψε να την ερμηνεύσουν ως ανάλγητη καραδεξιά, που ηδονίζεται όταν ο μαύρος καπιταλισμός κερδοσκοπεί ασύστολα εις βάρος του λαϊκού εισοδήματος.

Η Βούλτεψη στοχοποιήθηκε για το ρητό «οι άνθρωποι βρίσκουν διεξόδους, χωρίς να λέω ότι δεν πρέπει να υπάρχει λύση. Μπορεί να πάνε στο χωριό, να πάνε στην ενδοχώρα». Ο ΣΥΡΙΖΑ εξανέστη. Ρε την παλιοδεξιά, κι αυτή και οι βουλευτές της ΝΔ και τα άλλα κυβερνητικά στελέχη, να μας «λένε επίσημα ότι δεν έχουν δικαίωμα οι Ελληνες να επισκέπτονται τα νησιά, που μετατρέπονται σε “απαγορευμένη ζώνη” γι’ αυτούς».

Κι ακολουθεί η τιράντα για τα ακριβά δρομολόγια, για τα ακριβά τρόφιμα, για τις συνθήκες που κάνουν «τον παραθερισμό» όνειρο για τους μισούς Ελληνες – ενώ προστίθεται και ένα λογύδριο για τα τεκμήρια στη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, υπέρ δηλαδή της φοροδιαφυγής.

Δεν έχω λόγο να υπερασπιστώ τη Σοφία Βούλτεψη, ουσιαστικά για μια κοινοτοπία. Αλλά εκπλήσσομαι που σοβαροί άνθρωποι θεωρούν κείμενα όπως το συγκεκριμένο του ΣΥΡΙΖΑ, που της κάνει κριτική, αξιόπιστα. Και αναπαράγουν το πνεύμα τους.

Διότι είναι αστείο ο ΣΥΡΙΖΑ να υπερασπίζεται τις διακοπές του λαού. Να παριστάνει σήμερα τη μωρά παρθένο το κόμμα που κατέστρεψε το καλοκαίρι του 2015, που τα επόμενα καλοκαίρια επέλεξε την πολιτική της «στασιμοχρεοκοπίας», που επέπεσε με ληστρικούς φόρους κατά του εισοδήματος της μεσαίας τάξης;

Και είναι διπλά αστείο να επικρίνει μια πολιτικό η οποία είπε ό,τι είναι κανόνας στη ζωή μας: μέχρι εκεί που μπορούμε.

Επειδή δεν ζούμε σε έναν επί Γης παράδεισο στον οποίο μπορούμε να κάνουμε ό,τι επιθυμούμε. Η καταναλωτική μας δύναμη εξαρτάται από τα έσοδά μας, που για τους περισσότερους εξαρτώνται από την εργασία τους. Απ’ όσο ξέρω, τα έσοδα αυτά είναι πεπερασμένα – και αν θέλουμε να τα καταφέρουμε με τις υποχρεώσεις μας, οφείλουμε ένα μέτρο.

Τα νησιά, όντως, ήταν μέρη προσβάσιμα σε πολλούς (όχι σε όλους) περασμένες δεκαετίες. Χωρίς υποδομές, χωρίς αξιόπιστες συγκοινωνίες, χωρίς ανέσεις, ήταν φτηνότερα. Στην πορεία αναπτύχθηκαν – και σήμερα εισρέει σοβαρό συνάλλαγμα στον τουρισμό. Πρωτίστως, όμως, στις υποδομές του: συγκοινωνίες, ξενοδοχεία, εστίαση. Το κόστος αυτών των υποδομών σήμερα είναι εξαιρετικά πιο σοβαρό από ποτέ. Μέρος των υποδομών αυτών χρησιμοποιείται από τα χαμηλότερα βαλάντια. Αλλά, προφανώς, δεν μπορούμε όλοι να έχουμε πεντάστερο με πισίνα στη Σαντορίνη, ούτε ιστιοπλοϊκό για περιπέτειες. Δεν το δικαιολογεί η αμοιβή μας – που συχνά καθρεφτίζει την αξία της εργασίας μας, όπως την αποτιμά μια (όχι πάντα δίκαιη) αγορά.

Οι άνθρωποι, ανέκαθεν, προσάρμοζαν και τις διακοπές τους με βάση τα διαθέσιμα χρήματα και τον προγραμματισμό τους. Πολλοί, ακόμα, πηγαίνουν στον ξάδερφο στο χωριό – δεν είναι υποβιβασμός ούτε κατάρα. Δεν ζούμε σε κάποιο παραμύθι σαν αυτό που φιλοτεχνούν οι ιδεολογίες. Και ευτυχώς, η πραγματικότητα διαμορφώθηκε μετά την ήττα του «αντιμνημονίου» και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Υπάρχουν πτυχές δυσάρεστες σε αυτή την πραγματικότητα; Ασφαλώς. Η μάχη της κυβέρνησης με την ακρίβεια είναι ικανοποιητική; Ούτε και τα στελέχη της δεν θα το πουν. Ευτυχώς, όμως, ζούμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση, σε μια οικονομία που ξέφυγε από τους μαθητευόμενους μάγους του αντιμνημονίου. Ας μην τσιμπάμε ακόμα μια φορά τα εύκολα παραμύθια τους.