Η κάθε πλευρά γυρνά το βλέμμα της σε διαφορετικές χρονολογίες και σε αλλιώτικα κοινά, εκείνα που πολύ πριν ή έως πρόσφατα μπορούσαν να τα καταμετρούν στα «δικά» τους, αναζητώντας απαντήσεις στις απώλειες, τις διαρροές, τις πιέσεις.
Με τέτοιες άλλωστε, κοινώς με σοβαρές, αναταράξεις ήρθαν αντιμέτωποι η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ το φετινό καλοκαίρι και εξακολουθούν να διαχειρίζονται τις επιπτώσεις του αποτελέσματος της ευρωκάλπης, προετοιμάζοντας τη φθινοπωρινή πολιτική ατζέντα.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη αυτή περιλαμβάνει την προσπάθεια χειροπιαστής επανεκκίνησης της κυβέρνησης και επανασύνδεσης με κρίσιμα κοινά, για τον Στέφανο Κασσελάκη και τον Νίκο Ανδρουλάκη έρχονται καθοριστικές εσωκομματικές διαδικασίες.
Και οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί διάβασαν τα μηνύματα της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης και με το βλέμμα από τώρα στην επόμενη εθνική κάλπη ρίχνονται στο «κυνήγι» του χαμένου ψηφοφόρου εν μέσω έντονης ρευστότητας στο πολιτικό σκηνικό.
ΝΔ: Ενα εκατομμύριο μείον σε έναν χρόνο
Με όσο γίνεται περισσότερα στοχευμένα «μηνύματα» – πράξεις και δεσμεύσεις – απέναντι στις δυσκολίες επαγγελματικών και κοινωνικών ομάδων, υπό την κυβερνητική… ομπρέλα της «βελτίωσης της καθημερινότητας», σκοπεύει το Μέγαρο Μαξίμου να ανεβάσει ρυθμούς σε μια διπλή πολιτική επιχείρηση που δεν είναι καινούργια για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Είναι όμως τώρα πολύ πιο απαιτητική. Το «τέλος» του δεδομένου ακροατηρίου, όπως το σηματοδότησε για την κυβερνητική παράταξη η τελευταία εκλογική αναμέτρηση, αφού εισέπραξε δυσαρέσκεια κατρακυλώντας για πρώτη φορά στην πενταετία, αναγκάζει τον Πρωθυπουργό σε κάτι περισσότερο από διατήρηση ισορροπιών μεταξύ Δεξιάς και Κέντρου.
Το κυβερνών κόμμα έχει ανάγκη αφενός από την κάλυψη της ψυχικής απόστασης της σημερινής ΝΔ, όπως το θέτουν γαλάζιοι βουλευτές, με παραδοσιακούς ψηφοφόρους της και κυρίως, όπως λένε, με κομμάτια της λαϊκής Δεξιάς, αφετέρου από την επανασύνδεσή του με κοινά που συνέβαλαν στην πολιτική κυριαρχία του Μητσοτάκη από το 2019 αλλά του γύρισαν την πλάτη το 2024. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αναλύσεις που έτρεξαν τον περασμένο Ιούνιο σε Μαξίμου και Πειραιώς ήταν για το σχεδόν ένα εκατομμύριο χαμένων ψηφοφόρων μέσα σε μόνο έναν χρόνο.
Ενδεικτικό επίσης ότι οι 989.720 λιγότεροι ψηφοφόροι για τη ΝΔ πριν από δύο μήνες φέρνουν τελικά έκτακτους ανασχεδιασμούς κυβερνητικών προτεραιοτήτων ακόμα και για το υπόλοιπο της χρονιάς.
Τα γαλάζια στελέχη που σιγανά κάποτε και ανοιχτά πια ζητούν «αποπασοκοποίηση» της ΝΔ προσπαθούν να ρυμουλκήσουν την κυβέρνηση σε πιο συντηρητική ατζέντα, θεωρώντας ως ύψιστη προτεραιότητα τη «φροντίδα» των δεξιών, αποξενωμένων ή απογοητευμένων ψηφοφόρων.
Στελέχη που στηρίζουν την κεντρώα διεύρυνση της ΝΔ θεωρούν ότι η προσοχή πρέπει να πέσει εκεί από όπου εστάλη η μεγαλύτερη «προειδοποίηση», δηλαδή όσοι επέλεξαν στάση αναμονής. Εξού και η αγωνία για τη στάση του λεγόμενου μεσαίου χώρου και για τον βαθμό αποστασιοποίησης συγκεκριμένων επαγγελματικών κατηγοριών (ελεύθεροι επαγγελματίες, μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα κ.ά.).
Οσο η κεντροδεξιά παράταξη πορεύεται ακόμα με ανοιχτό το… debate «δεξιά κατεύθυνση ή κεντρώα διεύρυνση», ο Μητσοτάκης επιλέγει την κομματική (επι)στροφή, αλλά δεν θέλει να δώσει την εικόνα ότι εγκαταλείπει την τακτική των ανοιγμάτων.
Προσώρας προβάλλει το τρίπτυχο «αποτέλεσμα – δημοσιονομική σύνεση – ανάπτυξη» και εμφανίζεται αισιόδοξος ότι με «εφαρμόσιμες λύσεις» και παραγωγή έργου τα «χαμένα» ακροατήρια μπορούν να ξανακερδηθούν. Μόνο που για πρώτη φορά έχει να διαχειριστεί, εκτός από την αναπόφευκτη φθορά και κόπωση της δεύτερης τετραετίας, τις «απελευθερωμένες» φωνές από το σκληρότερο δεξιό κομμάτι της παράταξής του και την αδυναμία παραγωγής άμεσου αποτελέσματος παρά τις εξαγγελίες σε κομβικά κεφάλαια της καθημερινής ζωής.
ΣΥΡΙΖΑ: Οπως το 2015, αλλά αλλιώς
Στην Κουμουνδούρου ξέρουν πως το γενικό πλάνο μόνο καλό δεν είναι. Αν μετρήσει κανείς την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 και μετά, πλην του σκιρτήματος του 2019 που τον κράτησε εντός δικομματικού παιχνιδιού, τα νούμερα φανερώνουν μια διαρκώς μειούμενη πορεία, η οποία δεν άλλαξε ούτε με την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα και την αλλαγή στον έβδομο όροφο, με την είσοδο του Στέφανου Κασσελάκη.
Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να διατηρήσει τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γνωρίζοντας τον συμβολισμό που αυτό έχει. Εχει, επομένως, και στόχο: να επιστρέψει στην κορυφή των εκλογικών του επιδόσεων του Ιανουαρίου του 2015 – στόχο από τον οποίο τον χωρίζουν 1.315.965 ψηφοφόροι, σε σχέση με τις τελευταίες εθνικές επί Τσίπρα, και 1.652.811 σε σχέση με τις ευρωεκλογές με επικεφαλής τον Κασσελάκη.
Στην αξιωματική αντιπολίτευση γνωρίζουν προφανώς πως οι συνθήκες είναι διαφορετικές: η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ εν μέσω οικονομικής κρίσης ήρθε και ως ψήφος αντίδρασης στο πολιτικό σύστημα που είχε θεωρητικά φέρει τη χώρα και τους κατοίκους της σε δυσχερή οικονομική κατάσταση.
Τα τελευταία χρόνια εξηγείται και σε ευρύτερο πλαίσιο, καθώς η Αριστερά αποτελούσε μια επιλογή που δεν είχε δοκιμαστεί σε θέση εξουσίας στη Μεταπολίτευση και της δόθηκε η ευκαιρία.
Η μετέπειτα διαχείριση την ενσωμάτωσε στο πολιτικό σύστημα, με τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ να εξελίσσεται, στην προσπάθεια από κόμμα διαμαρτυρίας να γίνει κόμμα εξουσίας.
Σήμερα, ο Στέφανος Κασσελάκης δεν προσπαθεί να τον ξαναφέρει σε θέση διαμαρτυρίας, αλλά να τον αναδείξει σε ΣΥΡΙΖΑ 2.0, με κυβερνητικό σχέδιο εντός συστήματος, χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις που στην Κουμουνδούρου θεωρούν πως κράτησαν το κόμμα πίσω όλα αυτά τα χρόνια, με χρήση σχημάτων που αξιοποίησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως οι «άριστοι» (στον ΣΥΡΙΖΑ τους λένε think-tanks) και οι τεχνοκρατική προσέγγιση (την οποία ο Κασσελάκης ακολουθεί και στο εσωτερικό του).
Με ένα μέρος της συνταγής, ωστόσο, που αξιοποιήθηκε το 2015: ο καταγγελτικός λόγος των στελεχών απέναντι στην κυβέρνηση, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (στις βάσεις της εποχής), οι σκληρές εκφράσεις για τους αντιπάλους, κάτι που περιγράφεται ως λαϊκισμός, η ενός ανδρός αρχή που παρατηρήθηκε και επί Τσίπρα, τα ανοίγματα και προς «δημοκράτες δεξιούς», αλλά και η πασοκική σημειολογία, που είχε μεγάλη απήχηση ακόμα και τα χρόνια που το brand ΠΑΣΟK θεωρούνταν τοξικό.
Θα το καταφέρει; Το βασικό πρόβλημα παραμένει: όπως και το 2015, που κέρδισε μεν αλλά χρειάστηκε συγκυβερνήτη (και επιλέχθηκαν οι ΑΝΕΛ), και τώρα, οι βασικοί πόλοι στον προοδευτικό χώρο είναι δύο.
ΠΑΣΟΚ: Το όνειρο του 2009
Η τελευταία φορά που το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στην εξουσία, το (μακρινό πια) 2009, συζητιέται ακόμα σαν θρυλικό γεγονός ανάμεσα στα στελέχη του – ειδικά από τους παλιούς στους νεότερους, που δεν πρόλαβαν την παράταξη στην κυβέρνηση ούτε την κυριαρχία της στον προοδευτικό πόλο.
Οι συζητήσεις εδώ και χρόνια αφορούν τον τρόπο ολικής επαναφοράς, όμως οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και δείχνουν την πραγματική δυσκολία του εγχειρήματος: παρότι το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε πάλι σε διψήφια ποσοστά ύστερα από δέκα χρόνια, στις εθνικές εκλογές του 2023, σε απόλυτους αριθμούς η απόσταση που έχει από τον θρίαμβο του 2009 είναι -2.395.055 ψηφοφόροι, νούμερο που ξεπερνάει τα 2,5 εκατ. αν υπολογίσει κανείς από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου.
Πού πήγαν αυτοί οι ψηφοφόροι; Μπορούν κάποια στιγμή να επιστρέψουν στο πολιτικό τους σπίτι ή το έχουν αποχαιρετήσει για πάντα;
Οι θεωρίες που έχουν ακουστεί κατά καιρούς στο εσωτερικό του κόμματος είναι πολλές και θα ακουστούν ακόμα περισσότερες στον δρόμο προς τις κάλπες – καλύπτουν, δε, όλο το φάσμα αισιόδοξων και απαισιόδοξων προβλέψεων για την επόμενη ημέρα του ΠΑΣΟΚ.
Στις πρώτες, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να διεκδικήσει εκ νέου ψηφοφόρους που κάποτε το ψήφιζαν με τη σωστή πολιτική, αυτοκριτική και τη λογική της ανανέωσης του στελεχιακού δυναμικού, ενώ στις δεύτερες το 2009 είναι πια ένα άπιαστο όνειρο μιας παράταξης που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της και πρέπει να αποφασίσει ποια είναι η θέση της από εδώ και πέρα, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτικό τοπίο.
Η αλήθεια, για τους περισσότερους εξ όσων κατά καιρούς έχουν κάτσει στους πρωινούς καφέδες του κόμματος, βρίσκεται κάπου στη μέση: οι χαμένοι ψηφοφόροι του 2009 δεν είναι τίποτα περισσότερο από το δυνητικό ακροατήριο που μπορούν να διεκδικήσουν, με τη γενική παραδοχή, όμως, πως όταν κάποιος έχει να σε ψηφίσει 15 χρόνια, δεν λογίζεται πια ψηφοφόρος με πασοκική καταγωγή, επομένως κρίνεται επιβεβλημένο το «να ξανασυστηθούμε».
Με νέους πολιτικούς όρους, όχι απαραίτητα ηλικιακούς, οι οποίοι θα προσεγγίζουν και τους απογοητευμένους προοδευτικούς ψηφοφόρους που δεν πάνε πια στις κάλπες, αλλά και εκείνους που έκαναν διαφορετικές επιλογές, χωρίς διαρκείς επικρίσεις.
Μεγαλύτερος κίνδυνος είναι, λένε, στο κυνήγι του χαμένου ψηφοφόρου μιας άλλης εποχής να χάσουν τους καινούργιους που έρχονται ή εμφανίστηκαν την τελευταία δεκαετία, που δεν συμπεριφέρονται ούτε ψηφίζουν με βάση τη μεταπολιτευτική κανονικότητα του ηγεμονικού ΠΑΣΟΚ. Και οι οποίοι «πρέπει να δουν κάτι σε εμάς» πέραν του ένδοξου παρελθόντος.