«Ενιωσα και είδα πράγματα που δεν θέλω να σκέφτομαι» Η ολυμπιονίκης  Ζολιέν Βερμάιλεν, έπειτα από τη βουτιά της στα νερά του Σηκουάνα μίλησε για την εμπειρία της με έντονο το αίσθημα της αποστροφής.

Η περιγραφή της όπως και η απόσυρση αρκετών συναθλητών της από το Βέλγιο, την Ελβετία και την Πορτογαλία  έπειτα από την εκδήλωση σοβαρών ενοχλήσεων και λοιμώξεων, ενέτεινε τις – ούτως ή άλλως έντονες – αμφιβολίες σχετικά με την ποιότητα των υδάτων στον ποταμό του Παρισιού. Ο Σηκουάνας, όμως, δεν είναι ο μοναδικός που βρέχεται από… θολά νερά.

Το κολύμπι στα ποτάμια και στις λίμνες συχνά κρύβει κινδύνους, καθώς τα νερά δεν είναι πάντοτε καθαρά – όχι τουλάχιστον όσο πιστεύουμε, όταν γινόμαστε «ένα» με τη φύση. Για την ακρίβεια η καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, αριθμεί στα «ΝΕΑ» δέκα τουλάχιστον νοσήματα που μπορούν να προκληθούν από το κολύμπι σε ακατάλληλα νερά.

Ποια είναι αυτά; Γαστρεντερίτιδα, ηπατίτιδα, ωτίτιδα, επιπεφυκίτιδα και δερματικά εξανθήματα συμπεριλαμβάνονται στην πρώτη πεντάδα της λίστας. Και έπειτα ακολουθούν οι ουρολοιμώξεις, οι κολπίτιδες, οι αναπνευστικές λοιμώξεις, η επιμόλυνση ανοιχτών πληγών, ενώ σπάνια μπορεί να εκδηλωθούν και προβλήματα στο κεντρικό νευρικό σύστημα από αμοιβάδα.

Αλλωστε, η επιμόλυνση των νερών μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους από παθογόνα και τοξικά απόβλητα, που δύναται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των κολυμβητών. Εάν για παράδειγμα, όπως σημειώνει η κυρία Ψαλτοπούλου, ένας ποταμός ή μία λίμνη συνορεύει με γεωργικές εκτάσεις, αρκεί μια βροχή για τη μεταφορά λιπασμάτων και εντομοκτόνων.

Επιπλέον και σύμφωνα με τους ειδικούς του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) τα μικρόβια που βρίσκονται στο νερό και την άμμο προέρχονται συχνά από ανθρώπινα ή ζωικά περιττώματα.

«Ενας τρόπος με τον οποίο τα μικρόβια μπορούν να μεταφερθούν στους χώρους κολύμβησης είναι η δυνατή βροχή… Αυτά τα μικρόβια μπορεί επίσης να προέρχονται από ανθρώπους ή ζώα που κάνουν την “ανάγκη” τους μέσα ή κοντά στο νερό». Επίσης, το Κέντρο εστιάζει στα ρυάκια και στα ρέματα, δεδομένου πως συχνά σε αυτά τα νερά που προσφέρονται για άπλετο παιχνίδι ιδίως για τα μικρά παιδιά, δεν γίνονται έλεγχοι με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιθανότητες έκθεσης σε μολυσμένα νερά.

 

Τα στάσιμα νερά.

Τα στάσιμα ή τα «κλειστά» νερά αποτελούν μία ακόμη παγίδα, προσθέτει από την πλευρά της η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, καθώς σε αυτά δίδεται η δυνατότητα στους μικροοργανισμούς να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν. Και «ναι», όπως εξηγεί η ίδια, το νερό είναι ιδιαίτερα φιλόξενο για παθογόνα όπως είναι ο σταφυλόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος και τα κολοβακτηρίδια. Επικαλείται, όμως, ένα ακόμη παράδειγμα από το πρόσφατο παρελθόν, όταν οι εκτεταμένες βροχοπτώσεις προκάλεσαν πλημμύρες στη Θεσσαλία. Τότε οι κάτοικοι ήρθαν αντιμέτωποι με μία ακόμη απειλή για τη δημόσια Υγεία, τη λεπτοσπείρωση που προκαλείται από τα μολυσμένα ούρα αρουραίων. Τη βακτηριακή αυτή λοίμωξη μπορεί να την κολλήσει κανείς με το κολύμπι σε ποτάμια, λίμνες και κανάλια.

Και προσθέτει: «Η κλιματική αλλαγή με έμφαση στις υψηλές θερμοκρασίες και τη ξηρασία, εντείνουν το πρόβλημα», καθώς αυξάνονται οι συγκεντρώσεις μικροοργανισμών στα ύδατα κολύμβησης.

Ο στόχος των ειδικών όταν εντούτοις μας προειδοποιούν για τα αρνητικά σενάρια, δεν είναι να μας… στοιχειώσουν με θερινούς εφιάλτες ενόσω εμείς αναζητούμε οάσεις δροσιάς στη φύση. Αλλά να μας προειδοποιήσουν ώστε να λαμβάνουμε τα απαραίτητα μέτρα, κάθε φορά που προγραμματίζουμε μια βουτιά σε λίμνες και ποτάμια.

 

Μέτρα προστασίας.

«Είναι σημαντικό να αναζητούμε ενημέρωση από τους τοπικές αρχές, σχετικά με το εάν έχουν διενεργηθεί πρόσφατα έλεγχοι που δείχνουν πως είναι ασφαλές το κολύμπι. Εάν πάλι τα νερά είναι αμφιβόλου ποιότητας είναι σημαντικό να προσέχουμε όσο το δυνατόν περισσότερο, ώστε κατά το κολύμπι μας να μην καταπίνουμε νερό», τονίζει η κυρία Ψαλτοπούλου.

Ενδεικτικά αναφέρεται πως μέσω της κατάποσης μολυσμένου νερού (π.χ. με σταφυλόκοκκο), είναι πιθανόν να εκδηλωθεί λοίμωξη του αναπνευστικού. Επιπλέον, η χρήση των ειδικών γυαλιών ή μασκών κολύμβησης αλλά και ωτοασπίδων, μειώνουν  τις πιθανότητες εισόδου των παθογόνων από τη μάτια και τα αφτιά.

Ακόμη όμως και εάν κανείς κολυμπήσει σε βρώμικα νερά, δεν είναι απαραίτητο πως θα νοσήσει. «Το εάν κάποιος θα εκδηλώσει συμπτώματα εξαρτάται από σημαντικούς παράγοντες με κυριότερους την ηλικία αλλά και την κατάσταση της υγείας των κολυμβητών. Για παράδειγμα στις εγκυμονούσες, στα μικρά παιδιά αλλά και στα ηλικιωμένα άτομα μια εκτεταμένη γαστρεντερίτιδα μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές».

Μια ακόμη σημαντική σύσταση των ειδικών είναι να μην κολυμπάμε με ανοιχτές πληγές, καθώς τα μικρόβια μπορεί να εισέλθουν στον οργανισμό μέσω μία εκδοράς ή αποστήματος.

Εν τω μεταξύ, ο δρ. Γεώργιος Ευθυμίου, λέκτορας Μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο Hull της Αγγλίας, σε άρθρο του στην επιστημονική πύλη «The Covversation», βάζει στην εξίσωση ακόμη μια σημαντική παράμετρο. Το μικροβιακό φορτίο στα λύματα σε συνδυασμό με τη «δόση» που θα λάβει ο κολυμβητής μέσω της κατάποσης νερού, είναι σημαντικός παράγοντας για το εάν θα νοσήσει κάποιος ή όχι. Οπως ενδεικτικά αναλύει για να προκληθεί νόσος από τη σαλμονέλα, χρειάζονται περίπου 50.000 κύτταρα (μικροβιακά κύτταρα ανά χιλιοστό του λίτρου). Ο στρεπτόκοκκος, όμως, χρειάζεται μόλις 200 κύτταρα.