Οδηγίες προς τους πολίτες που βρίσκονται κοντά στη φωτιά στην Αττική ή σε όσους εκτίθενται στον καπνό και τα αιωρούμενα σωματίδια εξέδωσε η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία.
Αναφορικά με τις πιθανές συνέπειες και τους τρόπους προστασίας, οι βασικές οδηγίες σε συνθήκες επιβάρυνσης της ατμόσφαιρας από καπνό φωτιάς είναι:
- Άμεση απομάκρυνση από την εστία της φωτιάς.
- Πλήρης αποφυγή μετακινήσεων για τους ανθρώπους με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα, τους ηλικιωμένους, τα παιδιά και τις εγκύους.
- Παραμονή όσο το δυνατόν σε κλειστούς χώρους με κλειστά παράθυρα και πόρτες. Η χρήση κλιματισμού ανακυκλώνει τον αέρα του δωματίου και ενθαρρύνεται σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας περιβάλλοντος, με την προϋπόθεση ότι το δωμάτιο είναι και μπορεί να παραμείνει προστατευμένο από τον εξωτερικό αέρα. Σε διαφορετική περίπτωση προτείνεται η δημιουργία ενός προστατευμένου και κλιματιζόμενου δωματίου εντός της οικίας. Συνιστάται η αποφυγή δραστηριοτήτων που επιδεινώνουν περαιτέρω την ποιότητα του εσωτερικού αέρα, και κυρίως το κάπνισμα. Κατ’ επέκταση αποθαρρύνεται η χρήση κεριών για φωτισμό, μαγειρέματος σε ανοιχτή εστία, η χρήση προϊόντων αεροζόλ και η χρήση ηλεκτρικής σκούπας.
- Αποφυγή άθλησης και σωματικής καταπόνησης.
- Εφ΄ όσον η μετακίνηση κρίνεται απαραίτητη θα πρέπει να γίνεται χρήση μάσκας υψηλής αναπνευστικής προστασίας (FFP2 ή 3) με καλή εφαρμογή. Οι «χειρουργικές» ή υφασμάτινες μάσκες δεν προστατεύουν από την εισπνοή καπνού ή στάχτης. Οι μετακινήσεις θα πρέπει να γίνονται σε ώρες χαμηλότερου θερμικού φορτίου, π.χ. το βράδυ.
- Οι ασθενείς με χρόνια αναπνευστικά ή καρδιαγγειακά νοσήματα δεν θα πρέπει να μετακινούνται, ειδικά αν δεν είναι εφικτή η χρήση μάσκας υψηλής αναπνευστικής προστασίας.
- Για τους ασθενείς με άσθμα και ΧΑΠ, παθήσεις που κατεξοχήν επιδεινώνονται από την περιβαλλοντική επιβάρυνση, απαιτείται η αυστηρή τήρηση της φαρμακευτικής αγωγής, και επί οποιασδήποτε επιδείνωσης των συμπτωμάτων, η άμεση επικοινωνία με τον θεράποντα πνευμονολόγο με σκοπό την προσαρμογή της αγωγής.
- Συστήνεται στους πολίτες, ειδικά τις ημέρες με ιδιαίτερη επιβάρυνση της ατμόσφαιρας λόγω πυρκαγιών, να παρακολουθούν τις ανακοινώσεις των επίσημων φορέων για την ποιότητα του αέρα και να μην εμπιστεύονται μόνο την οσμή και την όρασή τους.
Στο διαδίκτυο υπάρχουν δυναμικοί χάρτες με δεδομένα ατμοσφαιρικής ρύπανσης (κυρίως ΡΜ2.5) που ανανεώνονται σε πραγματικό χρόνο. Ενδεικτικά αναφέρονται η ιστοσελίδα του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και η ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής πλατφόρμας μετρήσεων ποιότητας του αέρα, PurpleAir.
Πιθανά συμπτώματα και συνέπειες από την βραχυχρόνια έκθεση σε καπνό
Τα συχνότερα συμπτώματα που σχετίζονται με βραχυχρόνια έκθεση σε καπνό, ανεξαρτήτως μηχανισμού, αφορούν το ανώτερο αναπνευστικό και εκδηλώνονται με ρινίτιδα (ρινική συμφόρηση, ρινική καταρροή) και αίσθημα ξηρότητας στο φάρυγγα. Μπορεί επίσης να εμφανισθεί βήχας που είναι ξηρός και ερεθιστικός, ενώ ανεξάρτητα από την ύπαρξη υποκείμενου νοσήματος μπορεί να εμφανισθεί και δύσπνοια.
Συστηματικά συμπτώματα όπως ζάλη, ναυτία, καταβολή και κεφαλαλγία υποδηλώνουν πιθανή τοξικότητα από μονοξείδιο του άνθρακα που θα πρέπει να διερευνάται άμεσα και να ενημερώνεται ο θεράπων ιατρός.
Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να εμφανισθούν και σε καθ’ όλα υγιή άτομα, αλλά είναι σαφές ότι η συχνότητα και η ένταση είναι μεγαλύτερη σε άτομα με υποκείμενα νοσήματα, κυρίως του αναπνευστικού και του καρδιαγγειακού συστήματος.
Είναι γνωστό ότι η τοξικότητα από την εισπνοή προϊόντων καύσης μπορεί να προκαλέσει θερμική ή χημική βλάβη του αναπνευστικού συστήματος, που προκαλούνται είτε από την εισπνοή θερμού ατμού κοντά στην εστία είτε από την εισπνοή οργανικών μικροσωματιδίων.
Η κυριότερη, άμεση αιτία θανάτου σε περίπτωση φωτιάς είναι η ασφυξία που οφείλεται στην κατανάλωση του οξυγόνου κοντά στην εστία της φωτιάς σε συνδυασμό με την εισπνοή μεγάλης ποσότητας καπνού.
Σε μεγαλύτερη απόσταση από την εστία της φωτιάς, η εισπνοή μικροσωματιδίων και χημικών ερεθιστικών ουσιών μπορεί να προκαλέσει βλάβες σε σημαντικό αριθμό ατόμων που αφορούν τόσο το αναπνευστικό όσο και το καρδιαγγειακό σύστημα.
Η βαρύτητα και η έκταση των βλαβών από την εισπνοή σωματιδίων ή/και τοξικών αερίων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως το μέγεθος και η διάμετρος των σωματιδίων, η διάρκεια της έκθεσης, η διαλυτότητα των τοξικών αερίων καθώς και η ύπαρξη υποκείμενου νοσήματος.