Tις προάλλες έλεγα σε έναν συνάδελφο πόσο φρικτό πρέπει να είναι να μαθαίνεις ότι παρακολουθούν, ή παρακολουθούσαν, ή ακόμη και αποπειράθηκαν να παρακολουθήσουν, το τηλέφωνό σου. «Γιατί», μου λέει, «νομίζεις ότι το δικό σου τηλέφωνο είναι ασφαλές;» «Ελπίζω», του απάντησα, «το δικό σου;» «Εγώ θεωρώ δεδομένο ότι το δικό μου το παρακολουθούν». «Και δεν σε ενοχλεί;» «Οχι μωρέ, σιγά, δεν έχω τίποτα να κρύψω».

Δεν ξέρω αν ο συνομιλητής μου αστειευόταν ή σοβαρολογούσε. Οπως δεν ξέρω κι αν ο Αδωνις Γεωργιάδης αστειευόταν ή σοβαρολογούσε όταν έγραψε ότι θα σοκαριζόταν ειλικρινά αν μάθαινε ότι δεν έχει παρακολουθήσει ποτέ κανείς το τηλέφωνό του. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί κάτι. Οσο κι αν προσπάθησε να στρέψει στη συνέχεια εκεί τη συζήτηση, ο υπουργός Υγείας δεν αναφερόταν σε νόμιμες παρακολουθήσεις, αυτές δηλαδή που πραγματοποιεί η ΕΥΠ ύστερα από εισαγγελική άδεια. Αφορμή για τις δηλώσεις του ήταν η αποκάλυψη ότι το τηλέφωνό του είχε γίνει (και όχι μία, ούτε δύο, αλλά έντεκα φορές) στόχος του παράνομου λογισμικού Predator.

Kαι αν μεν το Predator χρησιμοποιούνταν επικουρικά από τις μυστικές υπηρεσίες, θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογηθεί η διαβεβαίωση του υπουργού ότι «δεν ίδρωσε το αφτί» του. Ομως αυτό το αρνείται κατηγορηματικά η κυβέρνηση. Αρα ο Αδωνις θεωρεί ότι το λογισμικό χρησιμοποιήθηκε – και ενδεχομένως εξακολουθεί να χρησιμοποιείται – από εξωθεσμικούς παράγοντες, μαθαίνει ότι στόχος ήταν και το δικό του τηλέφωνο και όχι μόνο αδιαφορεί, αλλά και εγκαλεί όσους διαμαρτύρονται. «Ειλικρινά πιστεύω ότι έχετε γίνει κουραστικός με αυτό το θέμα», έγραψε στον Θανάση Κουκάκη.

Μπορεί φυσικά ο υπουργός Υγείας να έχει πολλά κινητά τηλέφωνα. Και στους γνωστούς, άρα ευάλωτους, αριθμούς να μιλάει για Ιστορία ή για πρέφα, αφήνοντας τα πιο κρίσιμα ζητήματα, πολιτικά ή προσωπικά, σε τηλέφωνα που είναι γνωστά σε έναν πολύ στενό κύκλο ή δεν είναι καν στο όνομά του. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το συμπέρασμα είναι ότι ιδρώνει και παραϊδρώνει το αφτί του, αναγνωρίζει δηλαδή ότι δεν μπορεί ούτε πρέπει απόρρητες λεπτομέρειες της δουλειάς του ή της ιδιωτικής του ζωής να είναι γνωστές σε δυνάμει εκβιαστές. Αν πάλι δεν συμβαίνει, αν δηλαδή βγάζει φόρα παρτίδα ευαίσθητα ζητήματα του υπουργείου του ή της κυβέρνησής του αδιαφορώντας αν τον παρακολουθούν, τότε δεν θα έπρεπε να κατέχει κυβερνητική θέση.

Ο Αδωνις έχει δίκιο όταν λέει πως «όποιος χρησιμοποιεί smartphone και νομίζει ότι είναι αδύνατον να του το παρακολουθούν είναι ανόητος». Ούτε αδύνατο είναι ούτε δύσκολο. Οταν το ανακαλύπτεις, όμως, αντιδράς. Και αν η παρακολούθησή σου είναι νόμιμη ζητάς να μάθεις πού βασίστηκε, αν είναι παράνομη απαιτείς να γίνουν έρευνες και να συλληφθούν οι υπεύθυνοι.

Απέναντι σε «εγκληματικές ενέργειες» πάντως (και ο χαρακτηρισμός είναι του υπουργού), ούτε μπορείς ούτε επιτρέπεται να σφυρίζεις αδιάφορα.