Από τα πλείστα όσα μπορεί και πρέπει να καταλογίζονται στον Ερντογάν και στην πολιτική του, υπάρχει ένα που δεν μπορεί παρά να λείπει: ότι ψεύδεται – ή, τουλάχιστον, ότι ψεύδεται συστηματικά επιχειρώντας να αποκρύψει τους σκοπούς του, όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις της χώρας του: το ότι αποκαλεί «δημοκρατία» το ημιδικτατορικό καθεστώς του, είναι μία εντελώς άλλη υπόθεση στην οποία ισχύει η ακριβώς αντίστροφη συνθήκη. Και αυτό επειδή ο πρόεδρος της Τουρκίας δεν σταματά στιγμή να λέει τι πραγματικά θέλει να πετύχει για την Τουρκία εις βάρος άλλων χωρών, με πρώτη, φυσικά, αν και όχι μόνη, την Ελλάδα. Και αυτή η ειλικρίνεια γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή όταν δεν αφορά απλώς μία γειτονική χώρα, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο.

Μιλώντας πριν από περίπου δύο εβδομάδες στο υπουργικό του συμβούλιο, ο Ερντογάν αναφέρθηκε στη διεθνή θέση της Τουρκίας ως εξής: «Δεν γυρίζουμε την πλάτη στην Ανατολή για χάρη της Δύσης, ούτε παραμελούμε τη Δύση για χάρη της Ανατολής». Αυτή η στάση θα ταίριαζε ίσως στους «Αδέσμευτους» της δεκαετίας του ’70, αλλά δύσκολα μπορεί κανείς να την κατανοήσει ως συμβατή με χώρα-μέλος της δυτικής συμμαχίας, του ΝΑΤΟ – για το οποίο, επιπλέον, στην ίδια ομιλία, ο Ερντογάν είχε να εκφράσει μόνον ενόχληση και απαξία, κάτι που δεν συνέβη για τους αντιπάλους της συμμαχίας, όπως λ.χ. τη Ρωσία. Και για να μην υπάρξει η ελάχιστη αμφιβολία είπε εμφατικά ότι «η Τουρκία είναι μία χώρα που δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε ένα μπλοκ. Δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να μας περιορίσει σε στενά καλούπια».

Σαν να παίζεται ένα παράξενο δράμα όμως, όσο κι αν ο Ερντογάν μιλά με τον πιο ανοικτό, συστηματικό και επίσημο τρόπο, άλλο τόσο εκείνοι που θα έπρεπε να τον ακούν με μεγάλη προσοχή και να λαμβάνουν τα μέτρα τους, υποδύονται τους κωφούς. Κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν. Και αυτό γίνεται ακόμα εντυπωσιακότερο από τη στιγμή που τα λόγια του όχι απλώς δεν παραμένουν «θεωρητικά» και «θεσμικά», αλλά πολύ συχνά πλέον ξεφεύγουν σε επίπεδο αδιανόητο για τη γλώσσα της διεθνούς πολιτικής. Και, ακόμα χειρότερα, συνοδεύονται από πράξεις, τα αποτελέσματα των οποίων είναι απτά και εξαιρετικά επιβαρυντικά για τη συμμαχία στην οποία ανήκει αλλά δεν θέλει και να… εγκλωβίζεται, όπως συνέβη με τα σχετικά με την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Και τι έκανε γι’ αυτό η συμμαχία; Μα τον… αντάμειψε! Τόσο η ίδια συνολικά, όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα, οι οποίες είναι και εκείνες που μετράνε.

Αντίστοιχη είναι δυστυχώς η κατάσταση και στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα: και εκεί, ο Ερντογάν δεν έχει πάψει ούτε στιγμή να αμφισβητεί την ακεραιότητα της χώρας, δεν έχει άρει τις επίσημες απειλές εναντίον της, δεν την αφήνει να κάνει βήμα χωρίς την άδειά του όταν αυτό δεν του αρέσει, όπως έγινε λ.χ. στην Κάσο ή στα λεγόμενα θαλάσσια πάρκα, τα οποία η υπερήφανη ελληνική κυβέρνηση επίσης ξέχασε. Και επιστρατεύει, πάντοτε επιτυχώς, την άμεση απειλή των όπλων σε κάθε στροφή των εξελίξεων που θεωρεί ότι εναντιώνεται στις απαιτήσεις του. Και ουδέποτε λέει αυτό που θα ήλπιζε η Ελλάδα να ακούσει, όπως δεν θα το κάνει ούτε στην επερχόμενη συνάντησή του με τον Μητσοτάκη.

Ομως, παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα επιμένει να κάνει ότι δεν ακούει και δεν βλέπει: εξακολουθεί να βρίσκεται σε έναν διάλογο ο οποίος είναι εντελώς αδύνατον να ευδοκιμήσει, ενώ, παράλληλα, δεν απαντά και σιωπηρά αποσύρεται από το προσκήνιο κάθε φορά που η Τουρκία δείχνει τα δόντια της. Υπάρχει όμως μία κολοσσιαία διαφορά με όλους τους άλλους συμμάχους: ότι εκείνοι, ό,τι κι αν κάνουν, δεν απειλούνται από την Αγκυρα. Ενώ η Ελλάδα διαρκώς και ευθέως. Προβλήματα τους δημιουργεί. Ομως δεν έχει στο στόχαστρο τις θάλασσες και τα νησιά τους.