Θα χτυπήσει το Ιράν το Ισραήλ; Πότε; Και πώς; Κάνει δεύτερες σκέψεις; Και γιατί; Εάν χτυπήσει θα το κάνει μαζί με τη Χεζμπολάχ; Πριν απ’ τη Χεζμπολάχ ή ύστερα από μια δική της επίθεση; Κυρίως όμως πώς θα το δικαιολογήσει;
Η εβδομάδα που κλείνει ήταν η εβδομάδα των σεναρίων και των ερωτημάτων. Ειδικοί αλλά και δημοσιογράφοι έκαναν προβλέψεις, αληθοφανείς όπως και λογικές στην πλειονότητά τους, οι οποίες όμως όσο η επίθεση του Ιράν δεν εκδηλωνόταν και οι μέρες περνούσαν απέμεναν μετέωρες και προσέκρουαν σε αλλεπάλληλα αδιέξοδα. Το δε χάος των προβλέψεων και των υποθέσεων μαζί με τη μη επαλήθευση των σεναρίων προκάλεσε, εδώ στο Ισραήλ κάτι ακόμα το οποίο, παραδόξως, ουδείς εκ των ειδικών ή όλων των άλλων είχε προβλέψει.
Τα ευρήματα δημοσκόπησης η οποία παρουσιάστηκε τις προάλλες παρουσίαζαν ένα ποσοστό της τάξης του 40% των Ισραηλινών να τάσσονται υπέρ ενός προληπτικού χτυπήματος κατά του Ιράν. Ενα ποσοστό ασυνήθιστο ομολογουμένως για μία χώρα η οποία βασίζεται στον πραγματισμό, τα προσεκτικά βήματα και όλα τα άλλα τα οποία επέβαλαν τα τελευταία 75 χρόνια δεδομένου ότι το Ισραήλ είναι περικυκλωμένο από εχθρούς ή έστω από χώρες που δεν μπορεί να εμπιστευτεί για την επιβίωσή του. Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι εάν η δημοσκόπηση αυτή επαναληφθεί το ποσοστό θα είναι ακόμα μεγαλύτερο.
Ορια υπομονής. Η εξήγηση έχει να κάνει με έναν παράγοντα νεοφανή στις συγκρούσεις του Ισραήλ με εχθρικά κράτη και δυνάμεις. Αυτόν του ψυχολογικού πολέμου. Εκείνο που μέχρι σήμερα ίσχυε ήταν πως, πλην του πολέμου της Ανεξαρτησίας το 1948 οι πλείστοι μάρτυρες του οποίου έχουν πεθάνει, όλοι οι υπόλοιποι πόλεμοι εδώ ήταν έως και εξαιρετικά σύντομοι, με το μεγαλύτερο σε διάρκεια, τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ να έχει κρατήσει μόλις τρεις εβδομάδες, Αυτοί, λοιπόν, οι βραχύβιοι πόλεμοι απέτρεπαν ως τέτοιοι την ανάπτυξη συνθηκών για ψυχολογικό πόλεμο. Τώρα όμως, δέκα μήνες μετά την έναρξη του πολέμου της 7ης Οκτωβρίου, η χώρα ακόμα δεν έχει ξεπεράσει το σοκ, οι κρατούμενοι αποτελούν ανοιχτό και πολύ οδυνηρό κεφάλαιο στο συλλογικό αίσθημα, η δε παρατεταμένη εκκρεμότητα του χτυπήματος προκαλεί πρόσθετη κόπωση και εκνευρισμό στον κόσμο. Σε μερικές μόλις μέρες από τότε που διαψεύστηκαν τα πρώτα σενάρια περί ιρανικής επίθεσης, για τον χρόνο κυρίως και τον τρόπο διότι η επίθεση ως τέτοια εξαγγέλθηκε από την Τεχεράνη, ο κόσμος άρχισε να δυσφορεί και να συζητά.
Φιλειρηνιστές και φιλοπόλεμοι είδαν τις μεταξύ τους γραμμές να σβήνουν ξαφνικά, τουλάχιστον ως προς το ερώτημα: πρέπει το Ισραήλ να χτυπήσει πρώτο ή όχι; Κι αν το ερώτημα αυτό δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία από μόνο του, εξαιρουμένης της περίπτωσης το Ισραήλ να χρειαστεί να συγκρουστεί με τις ΗΠΑ για το θέμα κάτι που μάλλον δεν θα συμβεί καθώς οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι το Ισραήλ το συζήτησε με την Ουάσιγκτον, ο παράγοντας αυτός είναι ο τελευταίος, πολύ βαρύς μάλιστα κρίκος στην αλυσίδα της ψυχολογίας της ισραηλινής κοινωνίας η οποία έχει ολοφάνερα κουραστεί σε βαθμό πολύ έντονο και μάλλον πρωτόγνωρο.
Δύσκολη απόφαση . Εκεί πρέπει κανείς να αναζητήσει την απάντηση και στο ερώτημα πώς γίνεται το ποσοστό που ευνοεί το προληπτικό χτύπημα να είναι τόσο μεγάλο. Ακόμα δε πιο κρίσιμο είναι το συναφές: τι θα μπορούσε να προκαλέσει ένα τέτοιο χτύπημα και πώς θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τη θέση του Ισραήλ να είναι καλύτερη και πιο ισχυρή διεθνώς μετά από αυτό.
Με τη χώρα να ανακοινώνει την Παρασκευή το πρωί ότι θα στείλει διαπραγματευτική ομάδα σε τόπο που θα καθοριστεί για να ολοκληρώσει τη συμφωνία για τη Γάζα και την επιστροφή, τριάντα πέντε υπολογίζεται ομήρων, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου δύσκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς πώς θα προχωρούσε στην όποια τέτοια κίνηση. Βέβαιο είναι πως βρίσκεται πια εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση η οποία έχει διχάσει σοβαρά τη χώρα και την ευθύνη της σίγουρα δεν μπορεί να τη φορτώσει σε κανέναν άλλο, εν όλω ή εν μέρει, όπως συχνά κάνει. Η σκέψη των ομήρων που θα μείνουν πίσω με ελάχιστες πια πιθανότητες διάσωσης, όσοι από αυτούς βέβαια ζουν, θα στοιχειώνει την επόμενη μέρα ίσως και τα χρόνια της εδώ κοινωνίας.
Ο Κωστής Κωνσταντίνου είναι ανταποκριτής του ERTNEWS