Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω το συμβάν όσο πιο ουδέτερα και αντικειμενικά μπορώ: Κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού στο πλαίσιο του καναδικού τουρνουά τένις στο Μόντρεαλ, ο Στέφανος Τσιτσιπάς εξύβρισε τον πατέρα και προπονητή του. Την επομένη, ο Τσιτσιπάς ανακοίνωσε τη λύση της συνεργασίας του με τον πατέρα του ως προπονητή και εξέφρασε μεταμέλεια για τη συμπεριφορά του.
Να το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή: αν κάτι θα όφειλε να παρουσιάζει ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο περιστατικό, αυτό, προφανώς, δεν αφορά τις εσωτερικές σχέσεις της οικογένειας Τσιτσιπά. Διότι αποκομίζει κανείς την αίσθηση ότι ακόμη κι όσοι δεν ενστερνίζονται το χριστιανικό δόγμα του άνευ όρων σεβασμού της πατρικής φιγούρας, και άρα δεν καταδίκασαν ρητά το ξέσπασμα θυμού δίχως να αναζητήσουν αίτια και δυναμικές, εξέφρασαν εντούτοις, μετατρεπόμενοι σε εκ του μακρόθεν ψυχαναλυτές/ψυχολόγους, ακλόνητα πορίσματα για την ψυχοσυναισθηματική συγκρότηση του τενίστα και τον σαφώς αρνητικό ρόλο που διαδραμάτισε η (πιεστική, βεβαιώνουν) γονεϊκή παρουσία σε αυτήν.
Θα βγει άραγε ζημιωμένο το προσωπικό brand του αθλητή Τσιτσιπά από όλη αυτή την ιστορία; Να ένα ερώτημα που έχει πιο πολύ ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή είναι τέτοιο: ερώτημα. Κατάφερε, σε σχέση με τους μεν, να κάνει damage control με την απολογητική ανάρτηση και, σε σχέση με τους δε, να γίνει κάπως πιο relatable, παρά την ανενδοίαστη επίδειξη privilege στα σόσιαλ μίντια – σκόπιμη η χρήση αγγλικών όρων, εναρμονισμένη με τον κόσμο του μάρκετινγκ –, εμφανιζόμενος ως όμηρος της οικογενειακής περιφρούρησης, απέναντι στην οποία επιτέλους αντιδρά;
Οι συγκρίσεις με έτερους αθλητές της επικαιρότητας δεν τον βοηθάνε, πάντως. «Σε έναν κόσμο γεμάτο Τσιτσιπάδες, να είσαι Τεντόγλου» ή και Καραλής, αν έπρεπε να συνοψίσουμε τη λαϊκή ετυμηγορία. H εικόνα του Τεντόγλου κατασκευάζεται με βάση μια αμέριμνη, χαλαρή ιδιοσυγκρασία, που όμως δεν αντίκειται στη στοχοπροσήλωση και την επιτυχία, εκείνη του Καραλή ως υπόδειγμα ψυχικής ανθεκτικότητας απέναντι στην κοινωνική απόρριψη. Αμφότεροι, και στον συνδυασμό τους, ενσαρκώνουν για εξωτερική και εσωτερική κατανάλωση μια ελληνικότητα ιδεώδη, όσο και ιδεατή, που εξισορροπεί την ανατολίτικης κληρονομιάς ραθυμία με την εργατικότητα και εμφανίζεται με κατακτημένη πλέον την εθνοτική ευρυχωρία. Δίχως να προκαλούν, για να το θέσουμε έτσι, ταξικά – κατ’ αρχάς με τα σπορ που έχουν επιλέξει. Από την άλλη, ο Τσιτσιπάς, για κακή του τύχη, φέρεται να εκπροσωπεί μονάχα τον εαυτό του: τον διεθνικό νομάδα, τον κοσμοπολίτη προνομιούχο, τον «Λύκο του Wimbledon», που προσπαθεί να καλύψει την ένδεια ήθους με κακοχωνεμένα φιλοσοφικά τσιτάτα. Δεν βοηθάνε, η αλήθεια είναι, ούτε και οι κατά καιρούς άστοχες, μαριαντουανετικές, παρεμβάσεις του.
Τα «καλά παιδιά», όπως συχνά αποκαλούνται, από τη μια, το κωλόπαιδο που δεν σέβεται τίποτα ή ο δικαίως, έστω και όψιμα, έφηβος επαναστάτης από την άλλη. Σε κάθε περίπτωση, η νεότητα στο επίκεντρο, η άρνηση της ενηλικίωσης, η οικογενειακή πλαισίωση/προσδιορισμός. Δεν θυμάμαι, στ’ αλήθεια, παλαιότερα, να γνωρίζαμε τόσα, να είχε τόση σημασία εννοώ, η προσωπική/οικογενειακή ζωή των αθλητών, εξαιρουμένης, βεβαίως, της ερωτικής, που όμως αποτελεί ένδειξη ενηλικιότητας. Εν ολίγοις, στο περιστατικό με τον πατέρα του, ο Τσιτσιπάς φέρεται να εξέφρασε είτε τον κωλοπαιδισμό του είτε τον θυμό του καταπιεσμένου παιδιού· σε κάθε περίπτωση, πάντως, έγινε και πάλι παιδί, και μάλιστα τύπων που μας είναι πολιτισμικά οικείοι· άρα, επιτέλους, γνήσιος ελληνόπαις.
Η Βασιλική Πέτσα είναι συγγραφέας και μεταδιδακτορική ερευνήτρια