Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 όταν ένα καλοκαίρι ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη λαίλαπα της φωτιάς, αν και με τον πιο έμμεσο και παράδοξο τρόπο. Η τηλεόραση, μία από τις δύο κρατικές ακόμα τότε, μετέδιδε εικόνες μιας ξαφνικής καταστροφής που απειλούσε τα πάντα στα ίδια ακριβώς μέρη που καίγονται και σήμερα. Εικόνες που έφταναν με «χιόνια» και κομμένη «φωνή» μέχρι το πλοίο για τις Κυκλάδες, πλοίο αρχαίο πια.
Ουδείς έδινε σημασία. Το πλοίο εξακολουθούσε αργά, εντελώς ανεπηρέαστο, τη ρότα του. Ξάφνου όμως, ήταν σαν η φωτιά να πήδηξε το πέλαγος και να έφτασε μέσα του: ένας επιβάτης, που μόλις είχε πλησιάσει εκείνη την, επίσης αρχαία, τηλεόραση, είχε αναγνωρίσει στα πλάνα το ίδιο του το σπίτι να φλέγεται ανυπεράσπιστο, να γίνεται στάχτη απ’ τη μια στιγμή στην άλλη σε εθνικό δίκτυο χωρίς και πάλι ουδείς να ασχολείται – παρά μονάχα εκείνος, που ούρλιαζε ανήμπορος σαν τρελός και τραβούσε τα μαλλιά του. Τα ‘χε εντελώς χαμένα, χτυπιόταν και φώναζε στο πλήρωμα, δηλαδή στους σερβιτόρους που ήταν το μόνο πλήρωμα στο σαλόνι του πλοίου εκείνη τη στιγμή: «γυρίστε πίσω, γυρίστε πίσω!»…
Φυσικά το πλοίο δεν γύρισε.
Αν και πέρασαν σχεδόν πενήντα χρόνια, έκτοτε, τέτοιο περιστατικό, ουδέποτε ξαναείδα: να μαθαίνεις τι μπορεί να κάνει η κόλαση της φωτιάς στον άνθρωπο με τέτοιο τρόπο καταμεσής της θάλασσας. Αντίθετα όμως είδα, όπως όλοι μας, άπειρες σχεδόν, αμέτρητες φορές, τους ίδιους και πλήθος άλλους τόπους να καίγονται κάθε καλοκαίρι. Είδα κυβερνήτες να διακόπτουν τις διακοπές τους και να επιστρέφουν για τα διάφορα «συντονιστικά». Είδα και άκουσα ατέλειωτες δικαιολογίες, άλλες ουσιώδεις, άλλες, οι πιο πολλές, γελοίες, για τις τραγωδίες που ήρθαν και ξανάρθαν – και που, ας μην αμφιβάλλει κανείς, θα ξανάρθουν. Και είδα κάτι ακόμα: μισός αιώνας στάχτες, να γίνονται, τελικά, οι πιο πολλές, ω του θαύματος, γρήγορα τσιμέντα. Τι δεν είδα; Ποτέ κανέναν να φταίει για, κάτι έστω, απ’ όλα αυτά…