Το ζήτηµα του έθνους υπήρξε πάντα µια δοκιµασία για τον µαρξισµό και τα πολιτικά ρεύµατα που επηρεάστηκαν από αυτόν. Η εντυπωσιακή ικανότητα του εθνικισµού να συσπειρώνει και να κινητοποιεί µάζες που περιλάµβαναν και τους εργαζοµένους ερχόταν σε σύγκρουση µε την εκτίµηση ότι η καπιταλιστική εκµετάλλευση διαµόρφωνε µια τάξη που εξαιτίας της συντριπτικής υποτέλειάς της δεν µπορούσε παρά να διεκδικεί µια καθολική χειραφέτηση που υπερέβαινε τα πολιτικά, ιδεολογικά και γεωγραφικά όρια του έθνους – κράτους. Αντίστοιχα, η θέση ότι το έθνος είναι µια ιδεολογική κατασκευή που διαµορφώνει µια πλασµατική αίσθηση κοινότητας συµφερόντων σε κοινωνικά τάξεις που εξ ορισµού δεν είχαν τίποτα το κοινό, αναµετριόταν διαρκώς µε το γεγονός ότι τα εργατικά στρώµατα όχι µόνο αποτέλεσαν ενεργά τµήµατα (ενίοτε και πρωτοπόρα) εθνικών κινηµάτων, αλλά συχνά πρωτοστατούσαν στις εκδηλώσεις εθνικιστικής αντιπάθειας ή ακόµη και µίσους ενάντια στις εργατικές τάξεις «αντίπαλων» εθνών.

Τα πράγματα έκανε ακόμη πιο σύνθετα η διαπίστωση ότι τα πολιτικά κινήματα που διεκδικούσαν δημοκρατικές ελευθερίες συχνά διεκδικούσαν και εθνικό αυτοπροσδιορισμό, ενώ από ένα σημείο και μετά κομμουνιστικά ή μαρξιστικά ρεύματα ηγήθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών αγώνων. Από την άλλη, η αποδιάρθρωση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» συνδυάστηκε συχνά με την επιστροφή του εθνικισμού ως κατεξοχήν «μετακομμουνιστικής» ιδεολογίας, με αποτελέσματα στην περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας παραπάνω από τραγικά.

Είναι αυτά τα ερωτήματα που καθιστούν σημαντική και επίκαιρη τη μελέτη του Σταύρου Παναγιωτίδη «Ο κόκκινος Ιανός. Το έθνος στη σκέψη και την επαναστατική στρατηγική των κλασικών του μαρξισμού», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαζήση. Γιατί ο Παναγιωτίδης αντί να προσπαθήσει να «ανασυνθέσει» μια μαρξιστική θεωρία για το έθνος, επιλέγει πρωτίστως να παρουσιάσει την εξέλιξη των τοποθετήσεων των κλασικών του μαρξισμού, δίνοντας έμφαση όχι στη συνέχεια ή τη συνοχή, αλλά αντιθέτως στη μεταβολή, στις αντιφάσεις, στις μετατοπίσεις που έρχονταν ως αποτέλεσμα μιας αναμέτρησης που δεν ήταν μόνο, ούτε και πρωτίστως, θεωρητική αλλά πάνω από όλα πολιτική.

Η υποτίμηση των εθνικών αγώνων

Επισημαίνει ότι αρχικά οι Μαρξ και Ενγκελς πίστευαν ότι η καπιταλιστική παραγωγή διαμόρφωνε μια τάξη που είχε ως βασική ιδιότητα την εκμετάλλευση που υφίστατο, μια τάξη με κοινά συμφέροντα σε κάθε χώρα. Η υποτίμηση αρχικά των εθνικών αγώνων σε συνδυασμό για την αισιοδοξία τους για έναν επερχόμενο κύκλο αντικαπιταλιστικών επαναστάσεων, τους έκανε να πιστεύουν ότι δεν υπήρχε λόγος για έμφαση στα εθνικά ζητήματα που θα επιλύονταν σε μια κομμουνιστική προοπτική, εξού και η αποστροφή τους ότι «η Πολωνία δεν θα απελευθερωθεί στην Πολωνία, αλλά στην Αγγλία». Η αντίφαση αυτή αποτυπώνεται στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», που κυκλοφορεί τη στιγμή ενός μεγάλου κύκλου δημοκρατικών και εθνικών επαναστάσεων, και στο οποίο υπάρχει ιστορική αισιοδοξία για την υπέρβαση του έθνους παράλληλα με τη θέση ότι παρ’ όλ’ αυτά οι κομμουνιστές οφείλουν να στηρίζουν κάθε κίνημα που αμφισβητεί τις υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, άρα και την εθνική καταπίεση. Ομως, η συνθετότητα των τοποθετήσεων των εθνικών κινημάτων του 1848, ορισμένα εκ των οποίων τάχθηκαν με τις δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος, οδηγεί σε εκτιμήσεις απαξιωτικές για ορισμένα από αυτά, ιδίως από τον Ενγκελς που δανειζόμενος ένα σχήμα του Χέγκελ υποστήριζε ότι δεν βοηθούσαν την ιστορική πρόοδο τα εθνικά κινήματα των «μη ιστορικών λαών», αυτών που θεωρούνταν υλικά και πνευματικά ανάξιοι να εξελιχθούν.

Επίγνωση της σημασίας των εθνικών κινημάτων

Βεβαίως, όπως επισημαίνει ο Παναγιωτίδης, σταδιακά και ο Ενγκελς όπως και ο Μαρξ μετατοπίζονται σε μια ολοένα και μεγαλύτερη επίγνωση της σημασίας των εθνικών κινημάτων και της ανάγκης αλληλεγγύης σε αυτά, όπως φαίνεται από τις τοποθετήσεις τους υπέρ της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας. Η ολοένα και πιο συστηματική μελέτη, ιδίως από τον Μαρξ, της πραγματικότητας των μη αναπτυγμένων κρατών οδηγεί στην εγκατάλειψη προηγούμενων απόψεων για τον εκσυγχρονιστικό ρόλο της αποικιοκρατίας (ως διάλυσης προηγούμενων κοινωνικών μορφών), και στην αναγνώριση των δυναμικών που αναπτύσσονταν σε χώρες όπως η Ρωσία, μέχρι του σημείου ο Μαρξ να εκτιμά ότι η ρωσική αγροτική κοινότητα επέτρεπε να στοχαστούμε το ενδεχόμενο οι μη καπιταλιστικές χώρες να περάσουν στον σοσιαλισμό χωρίς «υποχρεωτικό» πέρασμα από τον καπιταλισμό.

Τα ανοιχτά ερωτήματα αυτά παραδόθηκαν στους επιγόνους. Η Β’ Διεθνής, που χρονικά συμπίπτει με την κορύφωση του κύματος της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, θα έχει έντονες εσωτερικές αντιπαραθέσεις με τις πιο μεταρρυθμιστικές απόψεις να είναι και αυτές που θα επιμένουν περισσότερο αφετέρου στη μια υποστήριξη ή έστω ανοχή της αποικιοκρατίας, αφετέρου να μην αρνούνται προκαταβολικά κάθε συμπόρευση με τις αστικές τάσεις σε «εθνικούς αγώνες». Αποκορύφωμα της αντιπαράθεσης, το μεγάλο και ιδιαίτερα τραυματικό ρήγμα στο εσωτερικό της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας γύρω από το ζήτημα της υποστήριξης ή όχι της πολεμικής προσπάθειας κάθε χώρας στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς η επαναστατική πτέρυγα θα είναι πρωτίστως αντιπολεμική και ριζικά αντιεθνικιστική. Τότε γίνεται και μια συστηματική προσπάθεια θεωρητικής προσέγγισης του έθνους, καθώς τα σοσιαλδημοκρατικά κινήματα είχαν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα των καταπιεσμένων εθνών εντός των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, όπως η Αυστροουγγαρία ή η τσαρική Ρωσία. Ετσι τίθενται ερωτήματα όπως εάν η λύση ήταν η απόσχιση ως πλήρης αυτοδιάθεση ή η αναγνώριση δικαιωμάτων ως αίτημα συνολικότερου εκδημοκρατισμού, ή η υπέρβαση των διλημμάτων στο όραμα μιας σοσιαλιστικής παραλλαγής Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.