Σε μια από τις αίθουσες αναμονής ενός ιδιωτικού νοσοκομείου μια μεσήλικη, μάλλον αδιάφορη για την εμφάνισή της γυναίκα, που η εμφανέστατη, λόγω της υγείας της, ταλαιπωρία της, την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο απεριποίητη, απευθύνεται, χωρίς να έχει προηγηθεί καμιά απολύτως πρόθεση επικοινωνίας μαζί της, σε έναν μεσήλικα που κάθεται ακριβώς απέναντί της, λέγοντάς του: «Θα γνωρίζετε ασφαλώς, πως αν πρόκειται να κάνετε σπινθηρογράφημα, θα πρέπει για 24 ώρες πριν να μην έχετε πιει ούτε νερό». Το είπε με τόσο νοιάξιμο και τόση τρυφερότητα ώστε ο μεσήλικας αισθάνθηκε πως οι ευχαριστίες του θα γίνονταν ακόμη πιο ουσιαστικές αν έδειχνε πως είχε πλήρη άγνοια της σύστασης που του γινόταν, πράγμα βέβαια που έκανε, περιμένοντας ωστόσο, χωρίς να εγκαταλείψει τη θέση του, υπομονετικά τη σειρά του, αν και η εξέτασή του – το σπινθηρογράφημα, γινόταν ήδη προβληματική, μετά την προϋπόθεση που του επεσήμανε, αλλά ο ίδιος δεν είχε τηρήσει, η μεσήλικη.
Η συνέχεια δεν έχει καμιά απολύτως σημασία, αφού μια σχέση, χωρίς κανένα ενδεχόμενο να παραταθεί με οποιαδήποτε άλλη μορφή, είχε ολοκληρωθεί για δυο ανθρώπους με έναν τρόπο που την μετέβαλε σε μια ανεξίτηλη ανάμνηση και έκανε, ενδεχομένως, για τον μεσήλικα, την πραγματικότητα πιο υποφερτή. Πιο υποφερτή και πιο αξιοβίωτη ταυτόχρονα, αφού ο καθένας στη θέση του θα σκεφτόταν πως το τόσο παρήγορο περιστατικό δεν θα ήταν το μοναδικό που εξελισσόταν την ίδια στιγμή μέσα στον κόσμο και μάλιστα σε απείρως πιο δραστήρια μορφή και σε απείρως πιο δοκιμαζόμενους χώρους που, σαφέστατα, υπάρχουν ακόμα και σε σύγκριση με τις αίθουσες αναμονής ενός νοσοκομείου. Για παράδειγμα στα ίδια τα νοσοκομεία και όχι μόνο στις αίθουσες αναμονής τους της Ουκρανίας και του Ισραήλ, με όσους μάλιστα επιχειρούν την παρήγορη κίνηση να χρειάζεται να υπερβούν την οδυνηρή προσωπική τους συνθήκη. Δεν μπορεί να μην σκεφθεί κανείς σε ποιο βαθμό θα άλλαζε αποφασιστικά η πάντα ακμαία αίσθηση μιας ανείπωτα δραματικής καθημερινότητας αν, όχι όλοι μας, που μοιάζει αδύνατον αλλά πάρα πολύ, αποφάσιζαν για τον εαυτό τους μια εντελώς ανώδυνη και ανέξοδη κίνηση που θα αποκαθιστούσε αυτή την διαρκώς κλυδωνιζόμενη ισορροπία μας σε σχέση με την ύπαρξη μιας ευαισθησίας που όσο επιτακτική παραμένει η ανάγκη της άλλο τόσο άφαντη διαπιστώνεται ιδιαίτερα σε στιγμές που θα τις χαρακτήριζε κανείς ως «στιγμές ζωής και θανάτου».
Είναι τρομερό να σκεφτεί κανείς πόσα πράγματα – ακόμα και ζωές – θα ήταν δυνατόν όχι μόνον να διασωθούν, αλλά ακόμη και να συνεχίσουν να υπάρχουν καρποφορώντας, χάρη σε μια κίνηση, σε μια λέξη ή σε ένα νεύμα, που δεν στοιχίζει τίποτε η υλοποίησή τους. ΟΌσο και αν μπορεί να κατανοήσει κανείς, χωρίς να την εγκρίνει, την έλλειψη γενναιοδωρίας, άλλο τόσο ακατανόητη αλλά και προσβλητική για τον άνθρωπο που την εκφράζει μπορεί να λογαριαστεί η ύπαρξη μιας τσιγκουνιάς ενώ δεν έχει να χάσει κανείς τίποτε απολύτως.
Σε ένα πολύ ωραίο δοκίμιό του, μεταφρασμένο μάλιστα από τον σπουδαίο Παντελή Πρεβελάκη, γράφει ο Γκράχαμ Γκριν πως «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την πίστη σε κάτι που υπάρχει μέσα του και δεν καταστρέφεται». Για δέκα το λιγότερο μέρες πριν από τον Δεκαπενταύγουστο, από τα χείλη μυριάδων ανθρώπων που δεν θα τους χαρακτήριζες ως ιδιαίτερα θρησκευόμενους ακούς να εκστομίζεται με ξεχωριστή ευφροσύνη η ευχή «Καλή Παναγιά». Μια απτή απόδειξη της ανάγκης μας για το μη καταστρεφόμενο, ανώλεθρο στοιχείο αλλά και για την ανάγκη μας για την ύπαρξη μιας συνέχειας μέσα μας όπως ακριβώς την επισημαίνει ο Γκράχαμ Γκριν. Μήπως θα γινόταν ακόμα αποδοτικότερη αυτή η ανάγκη μας για τη συνέχεια, αν τη λέξη «Παναγιά», προς μεγαλύτερη άλλωστε ικανοποίηση και της ίδιας την αντικαθιστούσε η έκφραση μιας εντελώς ανέξοδης, χωρίς κανένα κόστος, φιλαλληλίας;