«[…] Θα γίνουν τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι […] Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει· […] Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.»:

Από τα πιο βαθιά του ποιήματα, η «Μονοτονία» του Καβάφη δεν γράφτηκε γι’ αυτά που ζούμε. Τίποτα όμως δεν μπορεί να εκφράσει πιο πυκνά την απελπισία τους: γιατί αυτή είναι η μόνη λέξη που τους ταιριάζει.

Και βέβαια, ο λόγος εδώ για τις φωτιές – γι’ αυτή τη φρικτή μονοτονία που δεν είναι για μέρα με τη μέρα, όπως στην καβαφική «Μονοτονία», αλλά για χρόνο με τον χρόνο. Αλλά που, όμως, τον κάνει να φαίνεται πια σαν μέρα – μάλλον, καλύτερα, σαν νύχτα: μια νύχτα σε ένα βαθύ έρεβος μιας χώρας που δεν λέει με κανέναν τρόπο να ξεφύγει απ’ τον σκοτεινό εαυτό της.

Αυτός ο κύκλος της καταστροφής έχει τόσο εύρος όσο και η ίδια η χώρα. Πρώτον, γεωγραφικά: απλώνεται παντού: από τη Δωδεκάνησο μέχρι τον Εβρο και, φυσικά, σ’ όλο το ενδιάμεσο, με τώρα την Αττική να γονατίζει ξανά, για μυριοστή φορά. Δεύτερον, απλώνεται σε όλη τη δομή της: είναι πολιτικά, νομικά, διοικητικά και, εν τέλει, ποινικά, εντελώς ανίκανη να τον αντιμετωπίσει. Οχι συνολικά, κάτι που ασφαλώς θα ήταν αδύνατο, αλλά, έστω, στοιχειωδώς, έστω σε έναν βαθμό. Οχι. Δεν γίνεται. Και δεν γίνεται επειδή η χώρα ολόκληρη δεν το θέλει – και τα υπόλοιπα είναι απλώς για να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Γιατί δεν το θέλει;

Επειδή το δημόσιο συμφέρον και το κοινό καλό είναι έννοιες ανύπαρκτες στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Και οι καταστροφές εξοργίζουν, τελικά, μόνον όταν αγγίξουν την ιδιωτική σφαίρα. Αλλιώς ξεχνιούνται. Ομως, αυτές ουδέποτε θα συνεγείρουν μια κοινωνία να έρθει στα συγκαλά της. Αν υπάρχει μία πιθανότητα να αντιμετωπιστούν είναι να μας θίξουν ως πολίτες, όχι ως ιδιώτες. Και αυτό δεν συμβαίνει. Αντιθέτως, σε πλήθος περιπτώσεις, ως ιδιώτες, έχουμε ωφεληθεί από αυτές. Ή μήπως όχι; Και όχι μόνον σαν ιδιώτες που κερδίσαμε χώρο για να χτίσουμε το αυθαίρετό μας εκεί που κάποτε ήταν δάσος, αλλά και σαν επίορκοι λειτουργοί του Δημοσίου, ή σαν εκλεγμένοι άρχοντες, τοπικοί και όχι μόνον, που ενώ είμαστε ενδεδυμένοι τον μανδύα του δημοσίου συμφέροντος και επιφορτισμένοι με την προστασία του, ενεργούμε πάλι ως ιδιώτες επιτρέποντας να γίνονται πάρα πολλά από αυτά, που χωρίς τη βούλα του κράτους, κεντρικού και μη, θα ήταν αδύνατον να γίνουν. Ομως έγιναν. Και γίνονται. Και θα γίνονται. Και πλήθος πολίτες με την ψήφο τους στο τέλος θα τα επικυρώνουν ζητωκραυγάζοντας εκείνους που ήταν στην εξουσία την ώρα του κακού. Και θα ψηφίζουν πάλι αυτούς που επί των ημερών τους έγιναν όλα στάχτη.

Καίμε την Ελλάδα κατ’ επανάληψη, εξακολούθηση και χωρίς συνέπειες και το ανεχόμαστε όλο αυτό να συμβαίνει ξανά και ξανά, επειδή δεν έχουμε δημόσια συνείδηση. Επειδή είμαστε αποκλειστικά ιδιώτες. Δεν είμαστε πολίτες. Η συνείδησή μας τελειώνει στο χαλάκι της εξώπορτας. Οπως δεν θέλουμε, επίσης κατά πλειοψηφία, να εκπληρώνουμε σχεδόν κανένα από τα καθήκοντα του πολίτη. Αλλά είμαστε πρόθυμοι για πλήθος αβαρίες σε καθετί, αρκεί να βολεύουν. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν θελήσαμε ποτέ αληθινά και συλλογικά να λήξει όλο αυτό. Δεν έγινε ποτέ το θέμα που έπρεπε να γίνει. Ουδείς πολιτικός υπεύθυνος ένιωσε ποτέ ότι θα λογοδοτήσει για τις καταστροφές επί των ημερών του. Ουδείς ποτέ του το ζήτησε.

Και αν αύριο εμφανιζόταν ένας Δράκων και πρότεινε νόμους που θα σταματούσαν το κακό, σκληρότατους για τους εμπρηστές, μα και για τους ωφελημένους κάθε μορφής, αν έλεγε, ακόμα, «πέφτουν όλα τα σπίτια στα καμένα των τελευταίων δέκα χρόνων», θα έπαιρνε μόνο την ψήφο του. Δεν το βλέπουμε ως πολίτες, σαν έγκλημα. Το βλέπουμε πολύ συχνά ως ιδιώτες, σαν ευκαιρία. Και ας αφήσουμε τα περί «κλιματικής αλλαγής». Ισχύει. Μα, εν προκειμένω, εμείς καίμε και… «αξιοποιούμε» τα καμένα δεκαετίες πριν καν εμφανιστεί ο όρος. Και, λίγο μετά, χειροκροτούμε ξανά τους εξουσιαστές, ξεχνώντας τα πάντα…